αδιανόητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη [[διάνοια]], [[κατά]] [[συνέπεια]] ο [[ακατανόητος]], ο [[ακατάληπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[μωρός]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διανοοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδιανοησία]] <b>μσν.</b> [[ἀδιανοητεύομαι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη [[διάνοια]], [[κατά]] [[συνέπεια]] ο [[ακατανόητος]], ο [[ακατάληπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[μωρός]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διανοοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδιανοησία]] <b>μσν.</b> [[ἀδιανοητεύομαι]].
}}
}}