αδιανόητος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιανόητος, -ον)
αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται
2. μωρός, ανόητος
3. απερίσκεπτος, αστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διανοοῦμαι.
ΠΑΡ. ἀδιανοησία μσν. ἀδιανοητεύομαι.