αδαμαντοποίκιλτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />ο διακοσμημένος με διαμάντια, [[αδαμαντοκόσμητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδάμας]] <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλλω]].
|mltxt=-η, -ο<br />ο διακοσμημένος με διαμάντια, [[αδαμαντοκόσμητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδάμας]] <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντοκόσμητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + ποικίλλω.