αδάμας

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

(-αντος), ο
ἀδάμας)
κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)
νεοελλ.
1. λαμπρός, καθαρός, πολύτιμος
2. (για ανθρώπινους χαρακτήρες) λαμπρός, αγνός, ακέραιος, ενάρετος, ηθικός, άκαμπτος
3. αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το διαμάντι
αρχ.
1. (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.
στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) αδάμαστος
2. ως ουσ. το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο χάλυβας
3. σταθερός, ακλόνητος, στέρεος
4. αναπόφευκτος, μοιραίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δαμῶ (= δαμάζω).
ΠΑΡ. ἀδαμάντινος
μσν.
ἀδαμάντιος
νεοελλ.
αδαμαντίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδαμαντόδετος, ἀδαμαντοπέδιλος
νεοελλ.
αδαμαντοδέτης, αδαμαντοειδής, αδαμαντοθήρας, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντόκονις, αδαμαντοκοσμώ, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοπώλης, αδαμαντόστικτος, αδαμαντοστόλιστος, αδαμαντουργός, αδαμαντοφόρος, αδαμαντωρύχος].