αιολόδακρυς: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰολόδακρυς]] (-υ) (Α)<br />αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]].
|mltxt=[[αἰολόδακρυς]] (-υ) (Α)<br />αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰολόδακρυς (-υ) (Α)
αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + δάκρυ].