δάκρυ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
τό, used by Poets metri gr. for δάκρυον in sg. δάκρυ and dat. pl.
A δάκρυσι Il.9.570, etc.: dat. pl. sometimes in Prose, Th.7.75, D.30.32, Eu.Luc.7.38: pl., δάκρη An.Ox.1.121 (cj. Bgk. in Pi.Fr.122.3, cf. δάκρυον 2):—tear, Il.2.266, Od.4.114, A.Pr.638, etc.; τοῦ ὅ γε δ. χέων Od.2.24.
II generally, drop, λιβάνου Pi. l.c.; δ. πεύκινον E.Med.1200. (Cf. Lat. lacruma, Goth. tagr, OE. tear.)
Spanish (DGE)
-υος, τό
• Alolema(s): beoc. δάκρου Corinn.1.3.50
• Morfología: [dat. δάκρεϊ Trag.Adesp.566f; plu. ac. δάκρη Pi.Fr.122.3]
1 lágrima frec. en sg. colect. llanto uso no numerativo θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δ. y le cayó abundante llanto, Il.2.266, δ. χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490, cf. 11.5, κατὰ δ. χέουσα Hes.Fr.116.6, cf. B.17.95, δάκρεϊ χειμαινομένῳ Trag.Adesp.l.c., cf. Luc.Trag.317, Q.S.5.627, οἴσεσθαι δ. obtener lágrimas e.d. compasión A.Pr.638, γόου δὲ μηδὲν εἰσίτω δ. que no sobrevenga ni una lágrima de lamento S.Tr.1199, δ. παιδός Call.Fr.202.38, ὡς ἂν ... γλυκὺ δ. βάλω Rhian.73.6, τὸ πᾶσιν ἀνθρώποις [διδόμε] νον δ. A.Al.9A.3.2
•tb. en plu., uso numerativo (ὀιστοί) δάκρυσι μῦρον (los dardos) destilaban gotas de veneno Hes.Sc.132, κόνις ... δάκρυσι μυδαλέη Hes.Sc.270, ἢ τίνα μοῦσαν ἐπέλθω δάκρυσιν ἢ θρήνοις ἢ πένθεσιν; ¿qué canto entonaré con lágrimas, trenos y gemidos? E.Hel.166, δάκρυσι πᾶν τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75, cf. Hp.Epid.1.23, ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου LXX La.2.11, cf. Ps.6.7, 125.5, δάκρυσιν ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ Eu.Luc.7.38, τὸν δ' ἀποιχόμενον μνήμῃ τιμᾶτε, μὴ δάκρυσιν D.Chr.29.22, δακρύων ὄμβρους χευόμενος κατὰ γῆς ISmyrna 544a.2 (III d.C.), δάκρυσι κλαύσας D.C.59.27.5, cf. LXX Mi.2.6, ῥεομένων δάκρυσι διὰ τὸν ... φόβον Ph.2.530, cf. 77, I.AI 1.275, 2.166.
2 bot. gota dicho de la savia de plantas λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε quemáis rubias gotas de incienso Pi.l.c., πεύκινον δ. gota de resina E.Med.1200, δ. κάμωνος savia de la escamonea Nic.Al.484.
• Etimología: Antiguo tema en -u-, cf. arm. artasuk‘ ‘lágrimas' < *drakuu̯a. equiv., c. metát., de δάκρυα (lat. dacruma, lacrima es prob. un prést.); de una r. similar, prob. no emparentada *H2ekru- derivan ai. áśru-, toc. B akrūna, etc.
German (Pape)
[Seite 519] υος, τό, p. = δάκρυον, die Thräne; Hom. nominat. δάκρυ, Iliad. 2, 266 Odyss. 8, 522; accusat. δάκρυ, Iliad. 6, 496 Odyss. 4, 223; dativ. plural. δάκρυσι Iliad. 9, 570 Odyss. 5, 83; elidirt Odyss. 19, 596 (εὐνή) αἰεὶ δάκρυσ' ἐμοῖσι πεφυρμένη, welche Stelle in der Interpolation Odyss. 17, 103 wiederkehrt. Über δακρυόφι(ν), δάκρυα, δάκρυ ἀναπρήσας, δάκρυ ὀμορξάμενος s. unter δάκρυον. – Folgende: Soph. Tr. 1189; El. 161; Eur. Hel. 166; Thuc. 7, 75. – Auch gen. δάκρεος, plur. δάκρη, Pind. fr. 87.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
1 larme;
2 larme ou goutte de résine.
Étymologie: cf. δάκρυον, lat. lacruma, anc. lat. dacruma.
English (Autenrieth)
pl. δάκρυα, dat. δάκρυσι: tear.
English (Slater)
δάκρυ
1 tear met., drop (cf. Melanippides, fr. 1. 5.) νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε (δάκρυα v.l.) fr. 122. 3.
English (Strong)
or dakruon of uncertain affinity; a tear: tear.
English (Thayer)
δακρυος, τό, and τό δάκρυον, δακρυου (from Homer down), a tear: R G; τό δάκρυον in δάκρυσι in Lamentations 2:11).
Greek Monolingual
και δάκρυο (AM δάκρυ και δάκρυον)
1. το διαυγές υφάλμυρο υγρό το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες, κυρίως εξαιτίας κάποιας ισχυρής συγκινήσεως (λύπης, πόνου, χαράς κ.λπ.)
2. κάθε τι που στάζει, όπως το δάκρυ («δάκρυ πεύκινον», «το δάκρυ του πεύκου»)
νεοελλ.
1. πολύ μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά
2. ως επίθ. δάκρυ
ο καθαρός, ο διαυγής («κρασί δάκρυ»)
3. αρχιτ. στον πληθ. δάκρυα (ή σταγόνες)
έξι μικροί κόλουροι κώνοι, που βρίσκονται κάτω από το δωρικό τρίγλυφο
4. στον πληθ. δάκρυα
υποτυπώδεις, ατροφικές παραγναθίδες που φτάνουν μέχρι τον λοβό του αφτιού, ειρωνικά «ιπποτικά δάκρυα»
5. «δάκρυα της Παναγίας» — το φυτό ελίχρυσο το σικελικό
6. φρ. α) «χύνει μαύρο δάκρυ» — είναι υπερβολικά θλιμμένος
β) «δεν βγάζει δάκρυ» — δεν συγκινείται, δεν δακρύζει
γ) «έχει τα δάκρυα στην τσέπη» — για τον ευσυγκίνητο
δ) «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα, υποκριτικά κλάματα
ε) «δάκρυα της αυγής» — η πρωινή δροσιά
7. παροιμ. α) «τα δάκρυα είναι φωτιά» — μεταδίδονται εύκολα απ' τον ένα στον άλλο
β) «βγάνει κι ο σκύλος δάκρυα» — για όσους συμπονούν υποκριτικά
αρχ.
η αφορμή τών δακρύων, το δάκρυμα («Θεύδοτε, κηδεμόνων μέγα δάκρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε IE dakreu- «δάκρυ» και απαντά επίσης σε άλλες γλώσσες ινδοευρωπαϊκές (πρβλ. αρχ. ινδ. asru- και aśra-n-, αβεστ. asrū, τύποι χωρίς αρχικό σύμφωνο, αρμ. artasu-k’, αρχ. άνω γερμανικό trahan, γοτθ. tagr). Τέλος, σχηματίζονται σύνθετα με α' συνθετικό δακρυο- αλλά και δάκρυ- (πρβλ. δακρυοειδής, δακρυγόνος).
ΠΑΡ. δακρύδιο, δακρυώδης
αρχ.
δακρυόεις
αρχ.-μσν.
δακρύω
μσν.- νεοελλ.
δακρύζω, δακρυώνω
νεοελλ.
δακρυακός, δακρυϊκός, δακρυούλι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακρυγόνος, δακρυοποιός, δακρυρροή, δακρυχέω
αρχ.
δακρυοπετής, δακρυότιμος, δακρυπλώω, δακρυσίστακτος, δακρυσταγής, δακρυχαρής
αρχ.-μσν.
δακρύρροος
μσν.
δακρυοχυσία, δακρυδρυσοπόταμος, δακρυοεξηρημένος, δακρυστάλακτος
μσν.- νεοελλ.
δακρυστάλαχτος
νεοελλ.
δακρυαγωγός, δακρυβολώ, δακρύδρεκτος, δακρύγελως, δακρυδόχος, δακρυλογώ, δακρυοειδής, δακρυοκρούσταλλος, δακρυόμορφος, δακρυοπότιστος, δακρυόπτωση, δακρυοσταλάζω, δακρυφόρος. (Β' συνθετικό) άδακρυς, ένδακρυς, περίδακρυς, πολύδακρυς, υπόδακρυς
αρχ.
αινόδακρυς, αιολόδακρυς, ακριτόδακρυς, αναγκόδακρυς, απειρόδακρυς, αρίδακρυς, αρτίδακρυς, δαρύδακρυς, γλυκύδακρυς, επίδακρυς, ετοιμόδακρυς, ιερόδακρυς, ποικιλόδακρυς, ταχύδακρυς, φιλόδακρυς.
Greek Monotonic
δάκρυ: τό, ποιητ. αντί δάκρυον, δοτ. πληθ. δάκρυσι·
I. δάκρυ, Λατ. lacruma (βλ. Δ, δ II. 4), σε Όμηρ., Τραγ.
II. όπως το δάκρυον, οποιαδήποτε σταγόνα, δ. πεύκινον, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δάκρυ: τό Hom., Pind., Trag., Thuc., Dem. = δάκρυον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάκρυ, τό traan, meestal plur.; overdr.: πεύκινον δάκρυ traan van een pijnboom (d.w.z. hars) Eur. Med. 1200.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: tear, drop (Il., also Peripl. M. Rubr. 30 = resin, cf. s. βράθυ),
Other forms: Dat. pl. δάκρυσι; δάκρυον n. (Il., from δάκρυα, Debrunner Mélanges Pedersen 202ff.)
Compounds: παρά- δακρυ plant name (Ps.-Dsc.); many bahuvrihi's in -δακρυς.
Derivatives: Demin. δακρύδιον as plant name (Ps.-Dsc.); - δακρυ-όεις rich in tears (Il.) on which Risch, Museum Helv. 3 (1946) 255; δακρυώδης with tears (of wounds, Hp.); denomin. δακρύω weep (over) (Il.) with δάκρυμα wept over (Orac. ap. Hdt. 7, 169), tear (A.); hell. *δάκρυμα to Lat. dacruma, lacrima, s. Leumann Sprache 1, 206.
Origin: IE [Indo-European] [179] *drḱ-h₂ḱru eye-bitter > tear
Etymology: Old word for tear. Arm. artasu-k pl. (< *draḱu-, s. below), sg. artawsr (< *draḱu-r); Germ., e. g. OHG zahar, Goth. tagr (with grammat. change); Celt., e. g. OBret. dacr, OIr. dēr, < *daḱr(o)-. - Beside it OHG trahan, < PGm. *trahnu-, < *draḱnu-. One started from *draḱru- with dissimilation. - The eastern languages have no initial consonants: Skt. áśru-, Av. asrū-, Balt., e. g. Lith. ašarà, Toch. A ākär. "Eine befriedigende Erklärung ist noch nicht gefunden; vielleicht liegt alte Kreuzung mit einem anderen Wort vor." (Frisk) - Kortlandt assumes a compound from *dr̥ḱ-h₂ḱru eye-bitter, the first element from *derḱ- to see, the second element being bitter. Cf. Pinault FS Beekes 1997, 291-233. - Note Hitt. išḫaḫru- n. tears. Kortlandt supposes *skʷ-h₂ḱru (from *sekʷ- see). - See W.-Hofmann s. lacrima; further Sapir Lang. 15, 180ff..
Middle Liddell
[poetic for δάκρυον
I. a tear, Lat. lacruma, Hom., Trag.
II. like δάκρυον, any drop, δ. πεύκινον Eur.
Frisk Etymology German
δάκρυ: (poet. seit Il., auch Peripl. M. Rubr. 30 = Harz, vgl. s. βράθυ),
{dákru}
Forms: Dat. pl. δάκρυσι (auch Prosa), δάκρυον n. (seit Il., aus δάκρυα neugebildet, Debrunner Mélanges Pedersen 202ff.)
Grammar: n.
Meaning: Träne, Harz.
Composita: Kompp. παρά- δακρυ Pflanzenname (Ps.-Dsk.) und viele Bahuvrihi auf -δακρυς.
Derivative: Ableitungen. Deminutivum δακρύδιον als Pflanzenname (Ps.-Dsk., Alex. Trall.); — δακρυόεις tränenreich (poet. seit Il., vgl. Risch Mus. Helv. 3, 255f.), δακρυώδης tränend, nässend (von Wunden, Hp., Thphr. usw.); denominatives Verb δακρύω ‘(be)weinen’ (seit Il.) mit δάκρυμα was beweint wird (Orac. ap. Hdt. 7, 169), Träne (A., E.); hell. *δάκρυμα zu lat. dacrŭma, lacrĭma, s. zuletzt Leumann Sprache 1, 206.
Etymology: Altes Wort für Träne, das auch im Armenischen, Germanischen und Keltischen erhalten ist: arm. artasu-k‘ pl. (aus *draḱu-, vgl. unten), sg. artawsr (aus *draḱu-r); germ., z. B. ahd. zahar, nhd. Zähre (urspr. pl.), got. tagr (mit grammat. Wechsel); kelt., z. B. abret. dacr, air. dēr, idg. *daḱr(o)-. — Daneben ahd. trahan, nhd. Träne aus urg. *trahnu-, idg. *draḱnu- mit demselben Anlaut wie im Armen.; vielleicht ist von idg. *draḱru- auszugehen, woraus durch Dissimilation die verschiedenen Formen entstanden sein könnten. — Ein bis auf den Anlaut zu δάκρυ usw. stimmendes Wort bieten die östlichen Sprachen: aind. áśru-, aw. asrū-, balt., z. B. lit. ašarà, toch. A ākär, vgl. Porzig Gliederung 185 und 202. Eine befriedigende Erklärung ist noch nicht gefunden; vielleicht liegt alte Kreuzung mit einem anderen Wort vor. Bemerkenswert ist heth. išḫaḫru- n. ‘Tränen(strom), Weinen’, im Auslaut übereinstimmend, aber sonst ganz abweichend; eine Vermutung darüber bei Sturtevant Comp. gr.1 143, s. auch Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 87. — Ältere Lit. bei WP. 1, 769, Bq, s. v.; außerdem W.-Hofmann s. lacrima, wo auch allerhand glottogonische Spekulationen besprochen werden; dazu noch Sapir Lang. 15, 180ff. (ebenfalls glottogonisch).
Page 1,344
English (Woodhouse)
distillation from a tree, exudation from trees
Mantoulidis Etymological
Πιθανόν ἀπό τή ρίζα δακ- τοῦ δάκνω, γιατί τά δάκρυα ἐρεθίζουν.
Παράγωγα: δακρύω, δακρυόεις, τό δάκρυμα (=ἀντικείμενο δακρύων), δακρύρροος, δακρυτός, ἀξιοδάκρυτος, ἀδάκρυτος.
Translations
tear
Afar: ximo; Afrikaans: traan; Ahom: 𑜃𑜪 𑜄𑜡; Aklanon: euha; Albanian: lot; Amharic: ዕምባ, እንባ; Arabic: دَمْع, دَمْعَة; Archi: набхъ; Armenian: արցունք, արտասուք; Aromanian: lacãrmã, lacrimã; Assamese: চকুপানী, চকুলো, লো; Asturian: llárima, llágrima; Avar: магӏу; Azerbaijani: göz yaşı; Bakhtiari: هرس; Bashkir: йәш; Basque: negar, malko; Belarusian: сляза; Bengali: অশ্রু, আঁখিজল; Bhojpuri: आँसू; Bikol Central: luha; Breton: daerenn; Bulgarian: сълза; Burmese: မျက်ရည်; Catalan: llàgrima; Cebuano: luha; Chechen: бӏаьрхи; Chinese Cantonese: 眼淚, 眼泪; Dungan: нянлуй; Hokkien: 目屎, 珠淚, 珠泪; Mandarin: 淚, 泪, 眼淚, 眼泪; Wu: 眼泪水; Chukchi: мэрэмэр, мэрэт; Chuvash: куҫ-ҫуль; Cornish: dager; Crimean Tatar: közyaş; Czech: slza; Danish: tåre; Dhivehi: ކަރުނަ; Dutch: traan; Elfdalian: tår; Esperanto: larmo; Estonian: pisar; Faroese: tár; Fijian: wai ni mata; Finnish: kyynel; French: larme; Friulian: lagrime; Galician: bágoa, bagulla; Georgian: ცრემლი; German: Träne, Zähre; Gothic: 𐍄𐌰𐌲𐍂; Greek: δάκρυ; Ancient Greek: δάκρυ, δάκρυον, δάκρυμα; Greenlandic: qulleq; Guaraní: tesay; Gujarati: આંસુ, અશ્રુ; Haitian Creole: dlo; Hebrew: דִּמְעָה; Higaonon: luha; Hindi: आँसू; Hittite: 𒅖𒄩𒀪𒊒; Hungarian: könny; Hunzib: ма̇къу; Iban: ai mata; Icelandic: tár; Ido: lakrimo; Indonesian: air mata; Ingrian: kyynel, pisar; Interlingua: lacrima; Iranun: lu; Irish: deoir; Old Irish: dér; Istriot: lagrama; Italian: lacrima; Japanese: 涙; Javanese: luh, waspa; Kannada: ತುಂಡು; Kazakh: көз жасы, жас; Khmer: ទឹកភ្នែក, អស្សុ; Khvarshi: мукъу; Kikuyu: rĩithori; Korean: 눈물; Middle Korean: 누ᇈ믈, 누ᇇ믈; Kumzari: خَرس; Kurdish Central Kurdish: فرمێسک; Northern Kurdish: hêsir; Kyrgyz: көз жаш, жаш; Lak: макь; Lao: ຍົມ, ຍົມມະນາ, ຊົນລະນາ; Latgalian: osora; Latin Classical: lacrima; Pre-Classical: dacruma; Latvian: asara; Lezgi: нагъв; Lithuanian: ãšara; Low German: Traan; Lun Bawang: abpa mateh; Luxembourgish: Tréin; Macedonian: солза; Malay Jawi: اءير مات; Rumi: air mata; Malayalam: കണ്ണുനീർ, കണ്ണീർ, അശ്രു; Maltese: demgħa; Mansaka: lowa; Maori: roimata, waikamo; Maranao: lo'; Marwari: आंहू; Mazanderani: اسری; Mongolian Cyrillic: нулимс; Nahuatl: ixayotl; Classical: īxāyōtl, īxxāyōtl; Neapolitan: lacrema; Ngazidja Comorian: tsozi; Northern Sami: ganjal; Norwegian: tårer; Bokmål: tåre; Nynorsk: tåra; Occitan: lagrema; Odia: ଅଶ୍ରୁ; Old Church Slavonic Cyrillic: сльза; Old East Slavic: сльза; Old English: tēar; Old Javanese: luh; Old Norse: tár, brúdǫgg, bráregn, skúrir; Oromo: immimamaan; Paiwan: ruseq; Pali: assu; Papiamentu: lágrima; Pashto: اوښکه; Persian: اشک, ارس; Plautdietsch: Tron; Polabian: slåză; Polish: łza; Portuguese: lágrima; Quechua: wiqi, wigi; Romanian: lacrimă; Romansch: larma; Russian: слеза; Sabu: ei na mada; Saho: dhiimo; Sanskrit: अश्रु; Sardinian: làcrima, làgrima, làmigra; Scottish Gaelic: deur; Serbo-Croatian Cyrillic: су̏за; Roman: sȕza; Sicilian: làcrima, làgrima, làrima, larma, lasma; Sinhalese: කඳුළු, බපප, අස්සු; Slovak: slza; Slovene: solza; Somali: ilmo; Sorbian Lower Sorbian: łdza; Upper Sorbian: sylza; Southern Altai: јаш, кӧс јажы; Spanish: lágrima; Swahili: chozi; Swedish: tår; Tae': wai mata; Tagalog: luha or; Tajik: aшк, ашқ, сиришқ; Tamil: கண்ணீர்; Tarifit: ameṭṭa; Tatar: күз яше, яшь; Tausug: luha; Telugu: కన్నీటి బొట్టు; Tetum: luun, luu-been, matan-been; Thai: น้ำตา; Tibetan: མིག་ཆུ; Tigrinya: ንብዓት; Tocharian A: ākär; Tocharian B: akrūna; Tok Pisin: aiwara; Turkish: gözyaşı; Turkmen: gözýaş; Ugaritic: 𐎄𐎎𐎓𐎚; Ukrainian: сльоза; Urdu: آنسو; Uyghur: ياش; Uzbek: koʻz yoshi; Venetan: łàgrema, làgrema; Vietnamese: nước mắt; Waray-Waray: luha; Welsh: deigryn; Yakut: харах уута; Yiddish: טרער; Zhuang: raemxda