αιμόσταση: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αιμοστασία]] η (Α [[αἱμόστασις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματη ή προκλητή [[επίσχεση]] αιμορραγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] χρησιμοποιούμενο για την [[επίσχεση]] της αιμορραγίας<br /><b>2.</b> ορισμένο [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την [[επούλωση]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[αιμοστασία]] η (Α [[αἱμόστασις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματη ή προκλητή [[επίσχεση]] αιμορραγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] χρησιμοποιούμενο για την [[επίσχεση]] της αιμορραγίας<br /><b>2.</b> ορισμένο [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την [[επούλωση]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στασις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]<br />ο [[νεώτερος]] όρος [[αιμοστασία]] [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. <i>stagnation de sang</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
και αιμοστασία η (Α αἱμόστασις)
νεοελλ.
αυτόματη ή προκλητή επίσχεση αιμορραγίας
αρχ.
1. μέσο χρησιμοποιούμενο για την επίσχεση της αιμορραγίας
2. ορισμένο φυτό που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την επούλωση πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -στασις < ἵστημι
ο νεώτερος όρος αιμοστασία είναι απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. stagnation de sang].