ἵστημι

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵστημι Medium diacritics: ἵστημι Low diacritics: ίστημι Capitals: ΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: hístēmi Transliteration B: histēmi Transliteration C: istimi Beta Code: i(/sthmi

English (LSJ)

(cf. ἱστάω, ἱστάνω),
I causal, make to stand, imper. ἵστη Il.21.313, E.Supp.1230, καθίστη Ar.Ec.743; καθίστα Il.9.202: impf. ἵστην, Ep. ἵστασκε Od.19.574; 3pl. ἵσταν B.10.112: fut. στήσω, Dor. στᾱσῶ Theoc.5.54: aor. 1 ἔστησα, Ep. 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): aor. 1 Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: pf. ἕστᾰκα Cerc.3, (καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), (περι-) Pl.Ax.370d, (ἀφ-) LXX Je.16.5, (παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., (συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, (δι-) Arist.Vent.973a18, (ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.
II intr., stand,
1 Act., aor. 2 ἔστην, Ep. στάσκον Il.3.217; 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, Dor. στᾶθι Sapph.29, Theoc.23.38; subj. στῶ, Ep. 2 and 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231, στείομεν 15.297; opt. σταῖεν, Ep. 3pl. σταίησαν 17.733; inf. στῆναι, Ep. στήμεναι 17.167, Od.5.414, Dor. στᾶμεν Pi.P.4.2; part. στάς: pf. ἕστηκα: plpf. ἑστήκειν, sometimes with strengthened augm. εἱστήκειν, as E.HF925, Ar.Av.513, Th.1.89, etc.; Ion. 3sg. ἑστήκεε Hdt. 7.152:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper. ἕστᾰθι Aristomen. 5; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι (ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς (ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men.93d, Lg.802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16, εἱστηκότα IG12.374.179), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. ἑστός Pl.Ti.40b, Tht. 183e, SIG1234 (Lycia), etc., (καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), (ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), (παρ-) Ar.Eq.564 (-ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ἑστεῶτος; Ep. ἑστηώς Hes.Th.747; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian.134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late pres. ἑστήκω, formed from pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, fut. ἑστήξω Hom. Epigr.15.14, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25, ἑστήξομαι X.Cyn.10.9 codd.
2 Pass., ἵσταμαι: imper. ἵστασο Hes.Sc.449, ἵστω S.Ph. 893, Ar.Ec.737: impf. ἱστάμην: fut. στᾰθήσομαι And.3.34, Aeschin. 3.103: more freq. στήσομαι Il.20.90, etc.: aor. ἐστάθην Od.17.463, etc.; rarely ἔστην, Dor. 3sg. ἔσστα SIG56.43 (Argos, v B.C.): pf. ἕσταμαι (δι-) v.l. in Pl.Ti.81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- (aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. pres. and pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)
A Causal, make to stand, set up, πελέκεας ἑξείης Od.19.574; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v. ἱστός 1 and ΙΙ); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς . . κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96; ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13; ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp.1230; ὁ Ξανθίας τὸν φαλλὸν ὀρθὸν στησάτω Ar.Ach.243; ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant.145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc., ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110; τροπαῖα S.Tr.1102; τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150, cf.IG22.1457.26; τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7; τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl.453; τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in pf., stand, οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141:—Pass., σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr.236b; σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33).
II set, place, of things or persons, τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435, etc.; ὥς σ' ἄγχι γῆς στήσωσι Καδμείας S.OC399, etc.; fix, τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10; esp. set men in order or array, πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298, cf. 2.525, etc.; στῆσαί τινας τελευταίους X.Cyr.6.3.25, etc.
III bring to a standstill, stay, check, λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188; βᾶριν Iamb.Myst.6.5; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5; ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra.437b, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib.437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd.118; στῆσαι τὸ πρόσωπον = compose the countenance, X.Cyr.1.3.9; στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6: especially in Medic., ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1; αἱμορραγίας Dsc.1.129: abs., Arist.HA605a29:—Med., ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19 (Hermes 53.65).
2 set on foot, stir up, κονίης . . ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336; ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313; νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314; ἔριν στήσαντες 16.292 (so intr. φύλοπις ἕστηκε = the fray is on foot, Il.18.172):—also in Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib.533, Od.9.54; πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9.β', 175, 236; so ἱστάναι βοήν A.Ch.885; κραυγήν E.Or.1529 (Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς = arises, S.Ph.1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT699, E.IA788(lyr.).
3 set up, appoint, τινὰ βασιλέα Hdt.1.97; τύραννον S.OT940, cf. OC1041, Ant.666:—Med., ἐστάσαντο τύραννον Alc.37A; φύλακας στησόμεθα Pl.R.484d:—Pass., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).
4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (so στήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35; ἀγῶνα h.Ap.150); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58; κτερίσματα S.El.433; χορούς B.10.112, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—Pass., ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58.
5 = Lat. statuere, determine, γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68; διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21 (Aug.):—Pass., τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27 (Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).
6 fix by agreement, ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1 (i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.); τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15 (iii A.D.).
7 bring about, cause, ἀμπνοάν Pi.P.4.199; στῆσαι δύσκηλον χθόνα make its case desperate, A.Eu.825.
IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; (ἐκπώματα) Thphr. Char.18.7; ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον = weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι = good at weighing, Pl.Prt.356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—Pass., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15; σταθείς = weighed, IG11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).
2 weigh out, pay, LXX 3 Ki.21.39, cf. Za.11.12, Ev.Matt.26.15.
B Pass. and intr. tenses of Act., to be set or be placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97; ἄντα τινός 17.30; ἐς μέσσον Od.17.447; σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς = it stands upon a razor's edge Il.10.173: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ Od.7.89, etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj.1084; τὰ νῦν ἑστῶτα, = τὰ νῦν, Id.Tr.1271 (anap.); ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj.200(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr.1145, OT1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj.102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.
2 take up an intellectual attitude, ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.
3 in pregnant sense, στῆναι ἐς . . Hdt.9.21; στ. ἐς δίκην E.IT962; στ. παρά τινα Il.24.169 (but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp.987 (lyr.); στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or.1251:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς . . στῆναι; S.Ph.277.
II stand still, halt, ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R.436c, etc.; κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA588a8: c. part., οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10; come to a stop, rest satisfied, ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr.423; οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2: impers., ἵσταται = there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr.43a37, al.; οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8; also ἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8,al.
2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23; τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς = fixed, stable, Arist.GA776a35, EN1104a4, Metaph. 1047a15; δεῖ τὸ κρίμα ἑστηκὸς καὶ κύριον εἶναι SIG826ii29 (Delph., ii B.C.); λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9; τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S. (so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age, ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg.802c; τιμαὶ ἑστηκυῖαι = fixed prices, PTeb.ined.703.177.
III to be set up or be upright, stand up, rise up, κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55; ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359, cf. A.Th.564(lyr.), Pl.Ion535c, etc.; κονίη ἵστατο Il.2.151; ἵστατο κῦμα 21.240; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT143.
2 to be set up, be erected, or be built, στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435; ἕστακε τροπαῖον A. Th.954(lyr.); μνημεῖον Ar.Eq.268, etc.; v. supr. A.ΙΙ.
3 generally, arise, begin, ἵστατο νεῖκος Il.13.333; cf. A. 111.2.
4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς = the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op.780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67; σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr.242a.
5 to be appointed, στῆναι ἐς ἀρχήν Hdt.3.80; v. supr. A.111.3.

German (Pape)

[Seite 1268] entst. aus σίστημι, Latein. sisto, Wurzel στα, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 191. Die transitive Bedeutung "stellen" hat praes., impft., fut. 1., aor. 1. act.; imper. ἵστη Il. 21, 313, καθίστα 9, 203, wie von ἱστάω; ἱστᾷ Her. 4, 103; κατίστα 6, 43; ἱστᾶν Plat. Crat. 437 b; ἀφιστῴης Xen. Conv. 2, 20; impt. ἵστην, ἵστασκε Od. 19, 574; tut. στήσω; aor. ἔστησα, dazu die 3. Pers. plur. ἔστασαν, ep. für ἔστησαν, Il. 2, 525, Bekk. ἵστατον, Od. 3, 182, 18, 307, Bekk. ἵστασαν, vgl. Spitzner Exc. V zur Il.; Il. 12, 54 ff. ist mit Bekker zu schreiben κρημνοὶ περὶ πᾶσαν ἕστασαν (s. nachher) ἀμφοτέρωθεν τοὺς ἔστασαν υῖες Ἀχαιῶν, wo Wolf die Spiritus noch umgekehrt vertheilt hat; intrans. sind perf. ἕστηκα u. plusqpf. ἑστήκειν, auch εἱστήκειν, mit Präs.- u. Impft.-Bdtg, ich stehe, ich stand; eben so aor. II. ἔστην, ich trat hin; zum perf. gehören synkopirte Formen, indic. dual. u. plur. ἕστατον, ἕσταμεν, ἕστατε, wofür Il. 4, 243. 246 ἕστητε steht, ἑστᾶσι, conj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕσταθι, inf. ἑστάναι, ep. ἑστάμεν u. ἑστάμεναι, Hom., partic. ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστώς, oder, wie es nach mss. jetzt bei den att. Schriftstellern meist hergestellt ist, ἑστός, gen. ἑστῶτος, ion. ἑστεώς, ep. ἑστηώς, Hes. Th. 519, wie Ap. Rh., bei Hom. gen. ἑσταότος, acc. ἑσταότα, plur. ἑσταότες, plusqpf. ἕστατον, ἑστάτην, ἕσταμεν, ἕστατε, ἕστασαν, was mit der Aoristform ἔστασαν nicht zu verwechseln ist. Vom aor. II. hat Hom. die Iterativformen στάσκον, ες, ε, Il. 3, 217. 18, 160, u. neben ἔστησαν häufiger ἔσταν, στάν, im conj. (statt στῇς, στῇ) στήῃς, στήῃ, 5, 598. 17, 30, plur. στέωμεν für στῶμεν, 22, 231. 11, 348, zweisylbig zu lesen, u. στείομεν, 15, 297, inf. στήμεναι, 17, 167 Od. 5, 414. Med. ἵσταμαι, theils für sich stellen, aufrichten, theils u. bes. in den compp. intr., stehen; fut. στήσομαι, aor. ἐστησάμην. Zu ἕστηκα ein fut. in der intrans. Bdtg, ich werde stehen, ἑστήξω, Ar. Lys. 634 Thuc. 3, 37 Plat. Conv. 220 d, auch ἑστήξομαι, Eur. I. A. 675 Xen. Cyr. 6, 2, 17, häufiger bei Sp. Die Form στεῦμαι s. besonders. – In dem Folgdn sind die tempp. nicht geschieden, da der Gebrauch der intransitiven sich überall an den der transitiven anreiht. – Stellen, – 1) im Gegensatz zur Bewegung, das Beendigen derselben, das zur Ruhe bringen u. zur Ruhe kommen bezeichnend, still stehen lassen, Halt machen lassen, aufhalten, hemmen; ἵστη δὲ μέγα κῦμα, halt die Wogen an, Il. 21, 313; λαὸν δὲ στῆσον, laß das Volk halten, 6, 433; στῆσαν ἄρ' ἡμιόνους 24, 350, u. öfter ἵππους, νέα; μύλην στήσασα, nachdem sie die Mühle angehalten hatte, Od. 20, 111. So ῥοῦν στῆσαι Plat. Crat. 437 b; τὴν διάῤῥοιαν Arist. H. A. 8, 26; übertr., στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν, dabei innehaltend mit der Erzählung, Pol. 3, 2, 6; τὰ ὄμματα ἔστησεν, er hielt die Augen still, sie waren gebrochen, Plat. Phaed. 118; anders ὀφθαλμοὶ ἕστασαν Od. 19, 211, sie starrten, standen unbeweglich; so intrans., stehen bleiben, stillstehen, ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών, ich blieb stehen, nachdem ich hinausgegangen war und stand da, Od. 10, 97. 148, u. so oft, häufig mit Participien von Verbis der Bewegung, στῆ δὲ μάλ' ἐγγὺς ἰών, ἔστη ἐπ' οὐδὸν ἰών, στῆ δ' ἐπὶ τάφρον ἰών, κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη, Il. 11, 94, στήτην ἐρχομένω, Od. 17, 261, so daß darin die vorangegangene Bewegung mit zu denken ist, στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς, er trat hin u. stand zu Häupten, Il. 2, 20, στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον, er trat neben den Priamus hin, 24, 169, εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς, 17, 30, μοὶ ἆσσον στῆθι, tritt näher zu mir, 23, 97, στῆθ' οὕτως ἐς μέσσον, tritt in die Mitte, Od. 17, 447, ἤλασεν ἄγχι στάς, trat hinzu u. schlug, 3, 449; στῆθι πλησίον πατρός Soph. Tr. 1065; τί ποτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; warum ist sie auf den Fels getreten? Eur. Suppl. 987; στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. Cyr. 4, 1, 1; – νῶϊ δ' ἔπειτα στῆμεν ἐνὶ προθύροισιν, wir blieben stehen, Il. 11, 776; 21, 551; στῆτέ μοι ἀμφίπολοι, πόσε φεύγετε, bleibt mir stehen, Od. 6, 199. – Damit ist nicht der Fall zu verwechseln, wo der aor. I. scheinbar intrans. steht in der Bdtg "still halten", "anhalten", denn immer ist aus dem Zusammenhange νέας od. ἵππους zu ergänzen, Od. 7, 4. 19, 188 Il. 11, 348. 22, 231. Häufig so auch aor. I, med. – Den Gegensatz hebt Plat. oft hervor, οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται Soph. 250 c, ἑστᾶσί τ' ἅμα καὶ κινοῦνται Rep. IV, 436 d, ὅταν κινούμενον ἵστηται Parmen. 156 c; ἐὰν ἡ κοιλία, τὰ καταμήνια στῇ, zum Stehen kommen, nicht fließen, Arist. H. A. 3, 11. 9, 12. – So auch οὐ στήσεται πάντας ἀνθρώπους ἀδικῶν, er wird nicht anhalten, nicht aufhören, Unrecht zu thun, Dem. 10, 10; ὡς οὐ στήσεται τοῦτο ἄνευ μεγάλου τινὸς κακοῦ 10, 36, es wird nicht zur Ruhe kommen, beigelegt werden; οὐ μὲν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα 21, 102; auch Sp., wie ἔστη δὴ οὕτω τὸ δεινόν Hdn. 1, 13, 10. – Hieran reiht sich die Nebenbdtg des müssigen, unthätigen Stehens, Il. 5, 485. 10, 480. – Aber auch = dem Feinde Stand halten, οὐκέτι ἵστανται, ἀλλὰ φεύγουσι Xen. An. 1, 10, 1; 4, 8, 19; οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά D. Hal. 9, 28, die den Gefahren nicht Trotz bieten. – Übertr., ὅτι ἵστησιν ἡμῶν ἐπὶ τοῖς πράγμασι τὴν ψυχήν, weil sie den Geist dabei verweilen läßt, darauf hinrichtet, Plat. Crat. 437 a. – 2) stellen, aufrichten, aufrecht hinstellen, Gegensatz Liegen oder Sitzen, u. intrans. aufrecht stehen, oft mit ὀρθός verbunden, ὀρθῶν δ' ἑσταότων ἀγορὴ γένετ', οὐδέ τις ἔτλη ἵζεσθαι Il. 18, 246, ἧσται, οὐδ' ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσθαι οἴκαδε, Iros saß, denn er konnte nicht auf den Füßen gerade stehen, noch auch gehen, Od. 18, 240; ὀΐων ὀρθῶν ἑσταότων 9, 441; πελέκεας ἵστασχ' ἑξείης, stellt der Reihe nach auf, 19, 574. So bes. ἱστὸν στῆσαι u. στήσασθαι, den Mastbaum im Schiffe aufrichten, um sich zur Fahrt zu rüsten, od. den Webebaum od. Webestuhl aufstellen, um das Gewebe darauf zu beginnen; κρητῆρας στήσασθαι, Mischkrüge auf-, hinstellen, um das Mahl zu beginnen, Od. 2, 431; τινί, den Mischkrug Einem zu Ehren aufstellen, Il. 6, 528; ἔγχος ἔστησε, stellte die Lanze hin, 15, 126; anders Soph. λόγχας στήσαντ' ἔχετον Ant. 146, vom feindlichen Entgegenstellen, -strecken; Soph. setzt στάντες ἐς ὀρθόν dem πεσόντες gegenüber, O. R. 51; ib. 143 ist βάθρων ἵστασθε nach den Schol. ἀνάστητε ἀπὸ τῶν καθεδρῶν, erhebt euch von den Stufen; στῆσόν με κἀξίδρυσον O. C. 11; σύ με εἰς ὀρθὸν ἵστη Eur. Suppl. 1229; eben so ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν Od. 1, 127; ὀρθὸν κρᾶτ' ἔστησαν, sie hielten den Kopf hoch, Eur. Hipp. 1203; vom Pferde ὀρθὸν οὖς ἵστησιν, spitzt die Ohren, Soph. El. 27; ὥςτε πάντας ὀρθίας τρίχας στῆσαι O. C. 1621, wir gew. intrans. "das Haar sträubte sich Jedem empor", wie Il. 24, 359 ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, sie standen aufrecht, starrten empor, vgl. κρημνοὶ ἕστασαν Il. 12, 55; Aesch. τριχὸς δ' ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται Spt. 546; ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται Plat. Ion 535 c; ἑστὼς ὀρθός Legg. II, 665 e; Gegensatz von κείμενος Prot. 344 c. – Daher auch – a) Denkmäler, Bildsäulen u. dgl. errichten, τρόπαιον u. τρόπαια, das Fluchtod. Siegesdenkmal aufrichten, Soph. Tr. 1092 Plat. Critia. 108 c u. Folgde; τρόπαιον ἱστάναι πολεμίων, über die Feinde, Isocr. 4, 150; τὸ κατ' ἐκείνων ὑπὸ τῶν βαρβάρων σταθὲν τρόπαιον 5, 148; ἕστακε δ' Ἄτας τρόπαιον ἐν πύλαις Aesch. Spt. 937; auch mit näherer Beziehung auf das Subject τρόπαια στήσασθαι, Ar. Plut. 453, Xen. Hell. 4, 6, 12 u. A.; – στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκει, die auf dem Grabe errichtet ist, steht, Il. 17, 435; στήλην ἀποθανόντι στῆσαι D. Cass. 69, 10; μνημεῖον Ar. Equ. 268; ἀνδριάντα, eine Bildsäule errichten, Her. 2, 110; εἰκόνες ἕστασαν ἐκ χρυσοῦ Plat. Critia. 116 e; ἐν τῷ ἱρῷ ἕστηκε λίθινος, er, d. i. seine Bildsäule von Stein steht, ist errichtet, Her. 2, 141; τὴν πέριξ σφίγγες ἕστασαν 4, 79; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι, es soll dir eine metallene Bildsäule errichtet werden, Plat. Phaedr. 236 b; ἱστάναι χαλκοῦς τινάς, ihnen eherne Bildsäulen errichten, Dem. 20, 120. – Auch τεῖχος, eine Mauer errichten, Thuc. 1, 69. – bl χορούς, Chöre aufstellen, zugleich mit der Nebenbdtg des Ordnens, u. dadurch das Fest feiern, Soph. El. 272, Eur. Alc. 1158, Her. 3, 48, der auch eben so sagt τῇ Μητρὶ παννυχίδα, das Nachtfest feiern, 4, 76; κτερίσματα Soph. El. 433; χορόν, ἑορτάν, Pind. P. 9, 113 Ol. 11, 60, Ὀλυμπιάδα Ol. 2, 3. – c) von Soldaten, sie auf stellen, ordnen, τελευταίους τινάς Xen. Cyr. 6, 3,25. So Hom. στίχας ἵστατον, Il. 2, 525, vgl. 16, 199. – Daran reiht sich die Bdtg – 31 hinstellen als Etwas, einsetzen wozu, wozu machen, zunächst – a) τύραννον, zum Herrscher, Soph. O. R. 940; ὃν πόλις στήσει, τοῦδε χρὴ κλύειν Ant. 662; πρὶν ἄν σε τῶν σῶν κύριον στήσω τέκνων O. C. 1045; τὸν ὑπὸ Δαρείου σταθέντα ὕπαρχον Her. 7, 105; Sp., βασιλέα Δείμαντα στησάμενος D. Hal. 1, 61; βασιλέα σφισὶν ἐστήσαντο D. Cass. 71, 13. Auch φύλακας τούτους στησόμεθα, Plat. Rep. VI, 484 d. Vgl. das üblichere καθίστημι. – Ähnlich ἤθεα καὶ νόμους ἐστήσαντο, richteten sie ein, Her. 7, 35; τὰς σωμάτων θεραπείας Pol. 3, 7,6; neben γνῶναι, statuere, D. Hal. 8, 68. – bl erregen, κονίης ὁμίχλην Il. 13, 336, νεφέλας, Wolken aufsteigen lassen, 5, 523 Od. 12, 405. 14, 303; ποδῶν ὑπένερθε κονίη ἵστατ' ἀειρομένη, Staub stieg auf, sich unter den Füßen erhebend, Il. 2, 151. 23, 366; κῦμα, 21, 240; auch φυλόπιδα στήσειν, den Kampf erheben, beginnen, Od. 11, 314, wie στησάμενοι μάχην 9, 54 u. φύλοπις ἕστηκε, der Kampf erhebt sich, hebt an, Il. 18, 172; φύλοπις, νεῖκος ἵσταται, 13, 333. 18, 172; μάχην Γίγαντες ἔστησαν θεοῖς, Eur. Ion 988; πολέμους ἵστασθαι Her. 7, 9,2; πῇ στήσονται τὸν πόλεμον 7, 236. Ähnlich ἔριν στῆσαι, Zwist erregen, Zank anfangen, Od. 16, 292. 19, 11; ὅτου ποτὲ μῆνιν τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις Soph. O. R. 699. – Von der Zeit, ἕβδομος ἑστήκει μείς, der siebente Monat hob an, Il. 19, 117, τοῦ μὲν φθί. νοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat endet u. der andere anhebt, Od. 14, 162. 19, 307; vgl. Hes. O. 782; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο Od. 19, 519. Im attischen Kalender hießen die ersten zehn Tage des Monats der μὴν ἱστάμενος, während μὴν μεσῶν die zweite, μὴν φθίνων die dritte Dekade umfaßt, Her. 6, 106 u. Folgde. – Bes. auch βοήν, Geschrei erheben, Eur. I. T. 1307 Heracl. 129; τίνα βοὴν ἵστης δόμοις Aesch. Ch. 872, wie Antiphan. Ath. X, 450 e; ἰαχάν, κραυγήν, Eur. I. A. 1039 Or. 1529; τίς αὖ παρ' ἄντροις θόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1263, welch Geschrei erhebt sich. – Übh. machen, μηδ' ὑπερθύμως ἄγαν θεαὶ βροτῶν στήσητε δύσκηλον χθόνα Aesch. Eum. 789. – Dah. bei Sp. sich hinstellen, sich benehmen, se gerere, ἀδίκως καὶ ἀγεννῶς Pol. 17, 3,2, εὐλαβῶς 18, 16, 4 u. öfter. – 41 wägen, auf die Wage stellen u. die Wagschale zur Ruhe, ins Gleichgewicht kommen lassen, also an 1) sich anschließend, abwägen, χρυσοῦ δὲ στήσας δέκα τάλαντα Il. 19, 247. 24, 232; ἄποινα, zuwägen, 22, 350; ἔχουσα τρυτάνην ἵστη βόειον δημόν Ar. Vesp. 40; Pax 1215; ἱστᾶσι σταθμῷ Her. 2, 65; εἴ τις ἱσταίη τιθεὶς εἰς πλάστιγγας Plat. Tim. 63 b; ἐὰν ἡδέα πρὸς ἡδέα ἱστῇς, abwägen, wie τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόῤῥω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ Prot. 356 b; mit ἀριθμεῖν καὶ μετρεῖν vrbdn, Xen. Cyr. 8, 2,21 Mem. 1, 1,9. – 5) Die intrans. tempp. u. das med. bezeichnen – a) oft nur das wirkliche Bestehen, Vorhandensein, ein verstärktes εἶναι (vgl. 3), ἁλύει ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ ἱσταμένῳ Soph. Phil. 175, Schol. ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ γιγνομένῳ ἀπορεῖ, in Allem was Noth ist; τόδ' ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγμαθ' ἵστασθαι Soph. Ant. 299, sich zum Schlechten hinzuwenden; ἐν ὡραίῳ ἵσταμαι βίῳ Eur. Phoen. 975, wie auch wir sagen "ich stehe in dem Alter"; ἵν' ἕσταμεν χρείας Soph. O. R. 1429, da wir in solcher Lage uns befinden; φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν Tr. 1135; ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν Ai. 102; ähnlich ἴσωςτύχη σταίη καλῶς El. 403; – ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς, es steht, ruht auf der Schneide eines Scheermessers, Il. 10, 173. – b) ein Festgestelltsein, eine feste Haltung gewonnen haben; ἡ ἑστηκυῖα καὶ ἔμφρων ἡλικία Plat. Legg. VII, 882 c, wie καθεστώς, das bestehende, feste, sichere; τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. Tr. 1261; ähnlich φιλόνεικον κατὰ τὴν Λακωνικὴν ἑστῶτα πολιτείαν Plat. Rep. VIII, 545 a; χρεία ἑστηκυῖα, καὶ τεταγμένη Pol. 6, 25, 11; λογισμὸς ἑστώς 3, 105, 9, vgl. 9, 12, 7; ἔστη τῇ διανοίᾳ 21, 9,3; vgl. 1) am Ende.

French (Bailly abrégé)

au sens tr. impf. ἵστην, f. στήσω, ao. ἔστησα, pf. inus.
Pass. fut. σταθήσομαι, ao. ἐστάθην, pf. inus. ; au sens intr. ao.2 ἔστην ; pf. ἕστηκα, ας, ε, pl. ἕσταμεν, ἕστατε, ἑστᾶσι ; impér. ἕσταθι, sbj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, inf. ἑστάναι, part. ἑστώς, ῶσα, ός [non ως] ; pqp. ἑστήκειν, att. εἱστήκη;
A. tr. I. placer debout : ἔγχος IL une lance (qu'on dépose contre un mur, une colonne, etc.) ; πελέκεας ἑξείης OD des haches rangées les unes à la suite des autres (le tranchant dans des pieux) ; d'où
1 lever, dresser : λόγχας SOPH dresser des lances (pour le combat) ; ἵστ. ἀνδρίαντα HDT, τροπαῖα SOPH dresser une statue, ériger des trophées ; ὀρθὸν οὖς SOPH dresser l'oreille;
2 fig. instituer : χορούς HDT des danses ; τινα βασιλέα HDT, τύραννον SOPH établir qqn comme roi;
II. soulever, pousser en avant ou en haut : κονίης ὀμίχλην IL soulever un tourbillon de poussière ; νεφέλην OD un nuage ; fig. βοήν ESCHL pousser un cri ; φυλόπιδα OD soulever une querelle ; μῆνιν SOPH exciter de la colère;
III. fixer, immobiliser, d'où
1 placer à un poste : πεζούς IL des guerriers à pied ; en gén. placer en un lieu;
2 arrêter : νέας, ἵππους OD, IL arrêter des navires, des chevaux ; φάλαγγα XÉN faire faire halte à une troupe;
3 placer dans une balance, peser : καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες XÉN et mesurant et pesant ; ἵστ. τι πρός τι, peser une chose contre une autre;
B. intr. aux temps indiqués plus haut;
I. se placer de bout : ἆσσόν τινι IL se placer plus près de qqn ; ἄντα τινός IL en face de qqn ; ἐς δίκην EUR se présenter en justice ; εἰς τὸ μέσον XÉN au milieu d'une assemblée;
II. se tenir debout, d'où
1 se dresser, être érigé en parl. de colonnes, de monuments;
2 se tenir, demeurer, rester : παρά τινα, venir se placer près de qqn;
3 être arrêté, fixé, fixe, stationnaire : ἄνεμος κατὰ βορεὰν ἑστηκώς THC vent situé au nord ; fig. être ferme dans ses sentiments, ses résolutions;
4 être à demeure ; se trouver, être à peu près c. εἶναι : τὰ νῦν ἑστῶτα SOPH les circonstances présentes ; ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν SOPH le malheur où nous nous trouvons;
5 s'arrêter : ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν IL, OD eh bien, arrêtons-nous ! d'où cesser, rester en repos ; en mauv. part rester inactif, inerte;
Moy. ἵσταμαι (f. στήσομαι, ao. ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι);
I. tr. dresser pour soi, dresser : ἱστόν IL un mât ; τροπαῖον XÉN un trophée ; fig. νόμους HDT établir des lois ou des coutumes ; μάχην IL, OD en gager un combat;
II. intr.
1 se dresser : ἵστανται κρημνοί IL les précipices abrupts se dressent ; δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο IL les piques se dressaient fichées en terre ; κονίη ἵσταται IL la poussière se soulève ; fig. νεῖκος, φύλοπις ἵσταται IL une querelle s'élève ; en parl. du temps, des saisons naître, commencer : ἱσταμένοιο μηνός OD, ἱσταμένου τοῦ μηνός HDT au commencement du mois (cf. μὴν μεσῶν, μὴν φθίνων);
2 se tenir immobile ; se tenir droit : ἀγχοῦ ἱσταμένη IL se tenant auprès ; particul. tenir bon : πρός τινα, s'opposer à qqn, résister à qqn ; p. ext. se tenir, se comporter en gén. ; s'arrêter, cesser : στήσεται ἀδικῶν DÉM il cessera de commettre des méfaits.
Étymologie: R. Στα, > avec redoubl. *σίστημι, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἵστημι: тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes. - impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes. - impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes. - impf. inf. ἱστάναι; part. praes. - impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes. - impf. conjct. ἱστῶμαι; praes. - impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes. - impf. ἵστασθαι; part. praes. - impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς (или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)
1 ставить, расставлять (πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.);
2 ставить, укреплять, подпирать (τὰς ἀμπέλους ἐν τοῖς καλάμοις Arst.);
3 ставить, помещать размещать (πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT): τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὶ πᾶσι Xen. расположить резервы в тылу;
4 выставлять вперед, устремлять (λόγχας καθ᾽ αὐτοῖν Soph.);
5 ставить, воздвигать (τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.): ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. достойный, чтобы ему воздвигли медную статую; ἱστὸν στήσασθαι Hom. водрузить мачту;
6 возводить, строить (τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Thuc.);
7 ставить на весы, взвешивать (χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὶ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.): ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat. прибегнуть к взвешиванию;
8 становиться (ἄντα τινός, παρά τινα Hom.): ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. подойди же ко мне; στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. выйдя на середину (лагеря); στῆσαι ἐς δίκην Eur. (пред)стать перед судом;
9 стоять, опираться, покоиться (ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἔστασαν οὐδῷ Hom.);
10 стоять, вздыматься, выситься (στήλη ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκει Hom.): κρημνοὶ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom. кругом возвышались кручи;
11 поднимать: ἱ. μέγα κῦμα Hom. (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться; ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. настораживать уши; ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. поднять голову; ἵστασθαι βάθρων Soph. вставать со своих мест; κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. взбивать тучу пыли; κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. пыль поднималась столбом; ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὁ ἵππος Her. от боли конь поднялся на дыбы; δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. копья торчали из земли; ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat. волосы становятся дыбом от страха;
12 поднимать, возбуждать (φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.): ἵστατο νεῖκος Hom. возник спор; πολέμους ἵστασθαι Her. вести войны; στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind. воспрянуть духом;
13 поднимать, испускать (βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.): τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς; Soph. что это за крики раздаются?;
14 med. держаться, вести себя (ἐν ταῖς περιπετείαις εὖ ἵστασθαι καὶ νουνεχῶς Polyb.);
15 останавливать, задерживать (ἡμιόνους τε καὶ ἵππους Hom.; τὴν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὁ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.): ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Plat. останавливать свое внимание на чем-л.; ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext. остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19); στῆσαι ἐπί τινος τὴν διήγησιν Polyb. закончить на чем-л. свое повествование; ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν Plat. у него (т. е. умирающего Сократа) глаза остановились;
16 переставать, прекращать: στήσεται ἀδικῶν Dem. он перестанет дурно поступать;
17 сдерживать, подавлять (τοῦ θανάτου τὸ δέος Plut.);
18 останавливаться: ἄγε στέωμεν Hom. давай остановимся; τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst. здесь необходимо остановиться;
19 устанавливать, учреждать или вводить, устраивать (χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH; ἤθεά τε καὶ νόμους Her.): ἀγορὴ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. в течение десяти дней рынок бездействует; ἐπὶ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext. с этого мы начнем свою речь (ср. 15); ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело;
20 совершать, справлять (κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὶ παννυχίδα Her.);
21 превращать, делать (στῇσαι δύσκηλον χθόνα Aesch.);
22 назначать, провозглашать (τινὰ βασιλέα, ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.);
23 назначать, определять (ἡμέραν NT): τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT предложить кому-л. тридцать серебренников;
24 med. начинаться, наступать: ἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. с наступлением весны; ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her. был девятый день нового месяца;
25 находиться в покое, быть неподвижным (οἱ στρόβιλοι ἑστᾶσί τε καὶ ἅμα καὶ κινοῦνται Plat.): τίφθ᾽ οὕτως ἕστητε τεθηπότες; Hom. отчего вы (словно) оцепенели?; κατὰ χώρην ἱ. Her. оставаться на (своем) месте;
26 оказывать сопротивление, противиться (πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.): οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. противники не устояли, а побежали врассыпную;
27 быть устойчивым, твердым (οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὶ ἑστώς Polyb.): ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. устоявшийся, т. е. зрелый возраст; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. ветер, постоянно дувший с севера;
28 (= усил. εἶναι) находиться, пребывать, быть: τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. нынешние обстоятельства; ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. я достиг зрелого возраста; οἱ ἑστῶτες εἶπον NT находившиеся (там люди) сказали; ξυμφορά, ἵν᾽ ἕσταμεν Soph. беда, в которую мы попали; ἐπὶ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. находиться на острие бритвы, т. е. в критическом положении.

Greek (Liddell-Scott)

ἵστημι: Ι. χρόνοι μεταβατικῆς ἐνεργείας, στήνω, ἐνεστ. ἵστημι (πρβλ. ἱστάω, ἱστάνω), πρστ. ἵστη Ἰλ. Φ. 313, Εὐρ. Ἱκέτ. 1230, καθίστα Ἰλ. Ι. 202· παρατ. ἵστην, Ἐπικ. ἵστασκε Ὀδ. Τ. 574: ― μέλλ. στήσω, Δωρ. στᾱσῶ Θεόκρ. 5. 54: ― Ἀόρ. α΄ ἔστησα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔστᾰσαν ἀντὶ ἔστησαν Ἰλ. Μ. 56 (ἔνθα τὸ γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἕστασαν πρέπει νὰ διαστέλληται ἀπὸ τοῦ γ΄ πληθ. ἀορ. ἔστασαν, αὐτόθι 55), Ὀδ. Γ. 182, κτλ., ἐντεῦθεν, παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἔστᾰσας, ἔστᾰσε Ἀνθ. Π. 9. 714, 718: ― οὕτω καὶ μέσ. ἀόρ. α΄ ἐστησάμην, ἴδε κατωτ. Α. ΙΙΙ. 1 καὶ 2· (ὁπουδήποτε ὁ χρόνος οὗτος ἔχει ἀμετάβ. σημασ., διωρθώθη, πρβλ. περιίστημι Β. 1. 2): ― περὶ τοῦ μεταγεν. πρκμ. ἕστᾰκα, ἴδε ἐν λ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι, 1) ἐκ τοῦ ἐνεργ., ὁ ἀόρ. β΄ ἔστην, Ἐπικ. στάσκον Ἰλ. Γ. 217· γ΄ πληθ. ἔστησαν, ἢ συχνότερον παρ’ Ὁμ. ἔσταν, στάν ᾰ· προστ. στῆθι, Δωρ. στᾶθι Θεόκρ.· ὑποτακτ. στῶ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. στήῃς, στήῃ (ἀντὶ στῆς, στῆ) Ἰλ. Ε. 598, Ρ. 3 0, α΄ πληθ. στέωμεν (ὡς δισύλλ. Χ. 231, καὶ στείομεν ἀντὶ στῶμεν, Ο. 297· εὐκτ. σταῖεν, Ἐπικ. γ΄ πληθ. σταίησαν Γ. 733, ἀπαρ. στῆναι, Ἐπικ. στήμεναι Ρ. 167, Ὀδ. Ε. 414, Δωρ. στᾶμεν Πινδ. Π. 4. 2.· μετοχ. στάς: ― πρκμ. ἕστηκα: ὑπερσ. εἱστήκειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 925, Ἀριστοφ. Ὄρν. 513, Θουκ., κλ.· Ἰων. γ΄ ἑνικ. ἑστήκεε Ἡρόδ. 7. 152· ― ἀπὸ τοῦ Ὁμήρ. καὶ ἐφεξῆς οἱ συγκεκομμένοι δυϊκοὶ καὶ πληθ. τύποι τοῦ πρκμ. προτιμῶνται, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε (ἢ ἐν Ἰλ. Δ. 243, 246, ἕστητε, ἐκτὸς ἂν τοῦτο εἶναι τοῦ ἀορ. β΄ ἔστητε), ἑστᾶσι, παρ’ Ἡροδ. ἑστέᾱσι,· ὡσαύτως προστ. ἕστᾰθι· ὑποτακτ. ἑστῶ· εὐκτ. ἑσταίην· ἀπαρ. ἑστάναι, Ἐπικ. ἑστάμεν, ἑστάμεναι, ἑστηκέναι μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Αἰλ.· μετοχ. ἑστώς, (ἑστηκὼς εἶναι σπάν. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, Ἡρόδ. 2. 126, Πλάτ. Μένων 93D, Νόμ. 802C, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 16, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ.), θηλ. ἑστῶσα (οὐχὶ ἑστυῖα), οὐδ. ἑστὼς καὶ ἑστός, πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 564· γεν. ἑστῶτος· Ἰων. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος· Ἐπικ. ἑστηὼς Ἡσ. Θ. 747· ὁ Ὅμ. δὲν μεταχειρίζεται τὴν ὀνομαστ. ἀλλὰ γεν. ἑστᾰότος, αἰτ. ἑστᾰότα, ὀνομ. πληθ. ἑστᾰότες, ὡς εἰ ἐκ τοῦ ἑσταώς· ― οὕτω καὶ συγκεκομμ. ὑπερσ., ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν, ἴδε Spilzn. Excurs. εἰς Ἰλ.· ― ὑπάρχει μεταγεν. ἐνεστ. ἑστήκω, σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 65. 2) Παθ., ἵσταμαι (περὶ τοῦ ἑστήκω ἴδε ἐν λ. στήκω)· προστ. ἵστασο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 449, ἵστω Σοφ. Φιλ. 893, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737.· παρατ. ἱστάμην: μέλλ. σταθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43, Αἰσχίν. 68. 23· ἀλλὰ στήσομαι Ἰλ. Υ. 90, συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως (ἐκ τοῦ πρκμ. ἕστηκα): γ΄ μέλλ. ἑστήξω καὶ ἑστήξομαι, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστ. Ἀχ. 597 (590), πρβλ. θνήσκω, τεθνήξω, τεθνήξομαι: ― ἀόρ. ἐστάθην Ὀδ. Ρ. 463, Πίνδ., Ἀττ. (ἐστησάμην, ἀείποτε μεταβ. ἐνεργείας, ἴδε ἀνωτ.): πρκμ. ἔσταμαι (δι-) Πλάτ. Τίμ. 81D, κατεστέαται διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 11. 196. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ προέρχονται καὶ αἱ λέξεις, στάσις, στατήρ, σταθμός, σταμίν, στάμνος, στήλη, καὶ μετ’ ἀναδιπλασ. τὸ ἵστημι, (ἀντὶ σίστημι)· οὕτω καὶ ἐκ τοῦ Σανσκρ. stha παράγεται δι’ ἀναδιπλασ. τὸ ti-sthâ-mi· πρβλ. Ζενδ. hi-sta-mi (sto), stha-lam (locus, δηλ. stlocus, Ἀγγλ. stall)· ἐκ τοῦ Λατ. sta παράγονται τὰ sto (stare), si-sto, sta-tus, Sta-tor, sta-tuo, sta-men, sta-bulum, sta-bilis· πρβλ. Γοτθ. sta-nda, sta-ths (τόπος), Ἀρχ. Σκανδ. sta-dr, Ἀγγλο-Σαξον. ste-de (Ἀγγλ. home-stead)· Σλαυ. sta-ti, Λιθ. sto-ti (stand), Ἀρχ. Ὑψ. Γερμ. stâm, stedi· ― πρβλ. ὡσαύτως τὰς λέξ. ἱστός, στήμων, stamen, πρὸς τὸ Σανσκρ. stha-vis (ὑφάντης).) Α. Μεταβ. ἐνεργείας, βάλλω νὰ σταθῇ, στήνω, τοποθετῶ, Ὅμ., κλ.: ― τακτοποιῶ, παρατάσσω ἀνθρώπους, πεζοὺς δ’ ἐξόπισθεν στῆσε Ἰλ. Δ. 298, πρβλ. Β. 525, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., στῆσαί τινας τελευταίους Ξεν. Κύρ. 6. 3, 25, κτλ. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ σταθῇ, σταματῶ, ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, λαὸν δὲ στῆσον Ἰλ. Ζ. 433· νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι Ὀδ. Γ. 182, Ἰλ. Ε. 755, Ω. 350· μύλην στῆσαι, σταματῶ τὸν μύλον, Ὀδ. Υ. 111· στῆσεν ἄρ’ (δηλ. ἡμιόνους) Η. 4· στῆσαι δ’ ἐν Ἀμνισῷ αὐτὸν Τ. 188· ἔτι καὶ ἐκ τοιούτων χωρίων ὁ Damm (Λεξικ. σ. 2246) συνεπέρανεν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἐνίοτε ἀμεταβ.): ― οὕτω παρ’ Ἀττ. στήσαντες τὴν ἑαυτῶν φάλαγγα, σταματήσαντες αὐτὴν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· ῥοῦν στῆσαι Πλάτ. Κρατ. 437Β, κτλ.· καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν, προσήλωσεν αὐτά, εἶχεν αὐτὰ ἀκίνητα, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους εὐθὺς ὅτε ἐξέπνευσεν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 118· στ. τὸ πρόσωπον, Λατ. componere vultum, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 9· στ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. στήνω, πελέκεας, τοὺς κεῖνος... ἵστασχ’ ἑξείης, ἵστα, ἔστηνε, Ὀδ. Τ. 474· ἔγχος μὲν ῥ’ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα, ἔφερε καὶ τὸ ἔστησε πρὸς τὸν κίονα, Α. 127, Ρ. 29· φαίνεται δὲ ὅτι τὸ αὐτὸ σημαίνει καὶ τὸ ἔγχος δ’ ἔστησε ἐν Ἰλ. Ο. 126· ― ἵστημι ἱστόν, στήνω τὸν «ἀργαλειὸ» (ἴδε ἐν λ. ἱστὸς Ι. καὶ ΙΙ., ἔνθα φαίνεται ὅτι ἐν γένει ὁ Ὅμ. ἐπὶ τῆς πρώτης ἐννοίας προτιμᾷ, ἱστὸν στήσασθαι, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας, ἱστὸν στῆσαι) στήσαντο κρατῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο Ὀδ. Β. 431· θεοῖς... κρατῆρα στήσασθαι, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 528· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα, στῆσαί τινα ὀρθόν, στῆσαι ὀρθὰν καρδίαν Πινδ. Π. 3. 95, 170· ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ ὁ αὐτ. Ι. 7 (6). 19· ἐς ὀρθὸν ἱστ. τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 1230· ἱστάναι λόγχας, πρὸς μάχην, Σοφ. Ἀντ. 146· ἰδίως ἐγείρω οἰκοδομάς, ἀγάλματα, ἀνδριάντας, τρόπαια, κτλ.· ἱστ. ἀνδριάντα Ἡρόδ. 2. 110· τροπαῖα Σοφ. Τρ. 1102· οὕτω, στήσασθαι τροπαῖα Ἀριστοφ. Πλ. 453, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7· τὰ μακρὰ τείχη Θουκ. 1. 69· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν, ἐγεῖραί τινι χαλκοῦν ἀνδριάντα, Δημ. 172, 18., 425. 1., 493. 17· (οὕτως ἐν τῷ πρκμ., οὗτος ἕστηκε λίθινος Ἡρόδ. 2. 141)· καὶ ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β· σταθῆναι χαλκοῦς Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9)· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1, καὶ πρβλ. ἀνάκειμαι. 2) κάμνω τι νὰ ἐγερθῇ, ἐγείρω, διεγείρω, ἀνακινῶ, κονίης... ἱστᾶσιν ὁμίχλην Ἰλ. Ν. 336· ἴστη δὲ μέγα κῦμα Φ. 313· νεφέλην ἔστησε Κρονίων Ὀδ. Μ. 405, πρβλ. Ἰλ. Ε. 523· ἐπὶ μάχης, κτλ., φυλόπιδα στήσειν, ἐγερεῖν μάχην, Ὀδ. Λ. 314· ἔριν στήσαντες Π. 292· (οὕτως ἀμεταβ., φύλοπις ἕστηκε, ἤρχισε συμπλοκή, Ἰλ. Σ. 172)· ὡσαύτως κατὰ μέσον ἀόριστ., στήσασθαι μάχην Ἰλ. Σ. 533, Ὀδ. Ι. 54· πολέμους Ἡρόδ. 7. 9, 2· οὕτως, ἱστάναι βοὴν Αἰσχύλ. Χο. 885· κραυγὴν Εὐρ. Ὁρ. 1529· καὶ ἐν τῷ Παθ., θόρυβος ἵστασθαι βοῆς, ἐγείρεται, Σοφ. Φιλ. 1263· ὡσαύτως, ἐπὶ ὀργῆς ἢ ἐλπίδος, κ.τ.λ. μῆνιν, ἐλπίδας στῆσαι, κτλ., Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 692. 3) θέτω, διορίζω, τινὰ βασιλέα Ἡρόδ. 1. 97· τύραννον Σοφ. Ο. Τ. 940, πρβλ. Ο. Κ. 1041, Ἀντ. 666. - Παθ., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Ἡρόδ. 7. 105. 4) ὁρίζω, ἱδρύω, χοροὺς, παννυχίδας ὁ αὐτ. 3. 48 (οὕτω, στήσασθαι νόμους ὁ αὐτ. 2. 25· ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 150· στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν Πινδ. Π. 9. 200, Ο. 2. 5., 10 (11), 70· κτερίσματα Σοφ. Ἠλ. 434· χοροὺς Δημ. 530· 27· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἀγορή ἵσταταί τινι Ἡρόδ. 6. 58. 5) ἐπιφέρω, προξενῶ, ἀμπνοὰν Πινδ. Π. 4. 354· στῆσαι δύσκηλον χθόνα, καταστῆσαι τὴν κατάστασιν αὐτῆς ἀπεγνωσμένην, «δυσθεράπευτον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Εὐμ. 825· καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Πλάτ. Πολ. 484D, Διον. Ἀλ. 1. 61. IV. θέτω εἰς τὴν πλάστιγγα, ζυγίζω, Ἰλ. Τ. 247., Χ. 350., Ω. 332, Ἀριστοφ. Σφ. 40, Ξεν., κτλ.· ἵστημί τι πρός τι, ζυγίζω τι πρὸς ἕτερόν τι, Ἡρόδ. 2. 65· ἀγαθὸς ἱστάναι, ἱκανός, ἔμπειρος εἰς τὸ ζυγίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ αὐτόθι, πρβλ. Λυσίαν 117. 40· ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἔρχομαι, καταφεύγω εἰς τὸ ζύγισμα, Πλάτ. Εὐθύφρων 7C. - Παθ., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 15. Β. Ἐν τῇ Παθ. φωνῇ καὶ ἐν τοῖς ἀμεταβ. χρόνοις τῆς ἐνεργ., ἵσταμαι, στέκομαι, ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη Ἰλ. Β. 172· ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Ψ. 97· εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς Ρ. 30· στῆθ’ οὕτως ἐς μέσσον Ὀδ. Ρ. 447· οὕτως, ἐς μέσον Ἡρόδ. 3. 130, καὶ Ἀττ.· ἀντίοι ἢ ἐναντίοι ἔσταν Ἰλ: - παροιμ. ἐπὶ κρισίμων περιστάσεων, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Ἰλ. Κ. 173· - συχν. ἁπλῶς ἰσχυρότερον τοῦ εἶναι (ὡς τὸ Ἰταλικὸν stare), ἀργύρεοι σταθμοί ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, δηλ. ἦσαν, Ὀδ. Η. 89, κτλ.· οὕτως, ἑστάτω ἀντὶ ἕστω, ἀλλ’ ἑστάτω μοι καὶ δὲος τι καίριον Σοφ. Αἴ. 1084· τὰ νῦν ἑστῶτα = τὰ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Σοφ. Τραχ. 1271· ἐμοὶ δ’ ἄχος ἕστᾱκεν αὐτόθι 200· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετ’ Ἐπιρρ., διατελῶ ἔν τινι καταστάσει, ἵνα ξυμφορᾶς ἢ χρείας ἕσταμεν, εἰς τί σημεῖον συμφορᾶς ἢ ἀνάγκης εὑρισκόμεθα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1145, Ο. Τ. 1442· ποῦ τύχης ἕστηκεν; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 102· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, φέρεσθαι ἀδίκως, κτλ., Πολύβ. 17, 3, 2., 33. 12, 3, κτλ.· - βραχυλογικῶς, στῆναι ἐς... Ἡρόδ. 9. 21· στ. ἐς δίκην Εὐρ. Ι. Τ. 962· στ. παρά τινα Ἰλ. Ω. 169: - ὡσαύτως (ὡς τὸ ἴζεσθαι, καθίζω) μετ’ αἰτ. τόπου, τί τοῦτ’ αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν Εὐρ. Ἱκέτ. 987· στῆτε τόνδε τρίβον ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1251· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; Σοφ. Φιλ. 277. 2) κεῖμαι, εὐρίσκομαι, κατὰ βορέαν Θουκ. 6. 104. ΙΙ. «σταματῶ», ἀλλ’ ἄγε δὴ στέωμεν Ἰλ. Λ. 348, Ὀδ. Ζ. 241, Κ. 97· ἀντίθετον τῷ φεύγω, Ζ. 199, κτλ.· διαμένω ἀργός, Ἰλ. Δ. 243· παύομαι, λήγω, ἡσυχάζω, Ε. 485, Κ. 480· ἑστάναι, διατελεῖν ἐν στάσει, ἀντίθετον τῷ κινεῖσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Πολ. 436D· ὡσαύτως, κατὰ χώρην ἑστάναι Ἡρόδ. 4. 97· ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μὴν ἐνταῦθ’ ἕστηκε τὸ πρᾶγμα, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα δὲν τελειώνει ἐδῶ, Δημ. 547. 24, πρβλ. 141. 3· ἐὰν ἡ κοιλία στῇ, ἐὰν μείνῃ ἀνέκκριτος, ἐὰν συμβῇ δυσκοιλιότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ, Ἱστ. 7. 12, 1· μετοχ., οὐ στήσεται ἀδικῶν, οὐ παύσεται, Δημ. 134. 4: - ἀπροσ., ἵσταται, σταματᾷ, γίνεται στάσις, Λατ. sistitur, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 4, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., μένω σταθερός, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 23· τῇ διανοίᾳ Πολύβ. 21. 9, 3· κατὰ μετοχ. ἑστηκώς, ἐστερεωμένως, εὐσταθής, στερεός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 6· - ἐπὶ ἡλικίας, ἑστηκυῖα ἡλικία, ἡ καθεστηκυῖα, Πλάτ. Νόμ. 802C. III. ἵσταμαι ὀρθός, ὑψοῦμαι, ἵστανται κρημνοὶ Ἰλ. Μ. 55· σηκώνομαι, ὀρθαὶ τρίχες ἕσταν Ω. 359· ἵσταται κονίη Β. 151· κῦμα Φ. 240· ἐπὶ ἵππου, ἵστασθαι ὀρθός, τὸ λεγόμενον «σοῦζα», Ἡρόδ. 5. 111· ἵστασθαι βάθρων, ἀπὸ τῶν βαθμίδων, Σοφ. Ο. Τ. 143· - ἱδρύομαι, ἐγείρομαι, στήνομαι, στήλη ἥτ’ … ἑστήκῃ Ἰλ. Ρ. 435· ἕστηκε τροπαῖον Αἰσχύλ. Θήβ. 956· μνημεῖον Ἀριστοφ. Ἱππ. 269, κτλ.· ἴδε ἀνωτ. Α. 111. 1, καὶ πρβλ. ἀνάκειμαι. 2) καθόλου, ἐγείρομαι, ἀρχίζω, νεῖκος, φύλοπις ἵσταται Ἰλ. Ν. 333, Σ. 171· πρβλ. Α. ΙΙΙ. 2. 3) πρὸς δήλωσιν χρόνου, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, κατὰ τὰς πρώτας ἀρχὰς τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ὁ δ’ ἕβδομος ἑστήκει μείς, ὁ ἕβδομος μὴν ἤρχισεν, Ἰλ. Τ. 117· τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ’ ἱσταμένοιο, κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἑνὸς μηνὸς καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἄλλου, Ὀδ. Ξ. 162, Τ. 307, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 778· ἔνθα, ὡς παρ’ Ὁμ., ὁ μὴν προφανῶς, διαιρεῖται εἰς δύο μέρη, μὴν ἱστάμενος καὶ φθίνων· ἀλλὰ κατὰ τὸ Ἀττ. ἡμερολόγιον διῃρεῖτο εἰς τρεῖς δεκάδας, μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 6. 57, 106, πρβλ. Ἀνδ. 16. 7, Θουκ. 5. 54· - σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α. 4) διορίζομαι, στῆναι ἐς ἀρχήν Ἡρόδ. 3. 80· ἴδε ἀνω:. Α. ΙΙΙ. 3.

English (Autenrieth)

ἱστᾶσι, imp. ἵστη, inf. ἱστάμεναι, ipf. iter. ἵστασκε, 3 pl. ἵστασαν, fut. inf. στήσειν, aor. 1 ἔστησα, στῆσα, aor. 2 ἔστην, στῆν, 3 pl. ἔστησαν, ἔσταν, στάν, iter. στάσκε, subj. στήῃς, στήῃ, 1 pl. στέωμεν, στείομεν, perf. ἕστηκα, du. ἕστατον, 2 pl. ἕστητε, 3 pl. ἑστᾶσι, subj. ἑστήκῃ, imp. ἕσταθι, ἕστατε, inf. ἑστάμεν(αι), part. ἑσταότος, etc., also ἑστεῶτα, etc., plup. 1 pl. ἕσταμεν.—Mid. (and pass.), ἵσταμαι, imp. ἵστασο, ipf. ἵστατο, fut. στήσομαι, aor. 1 στήσαντο, στήσασθαι, -σάμενος, aor. pass. ἐστάθη: I. trans. (pres., ipf., fut., and aor. 1 act.), set in place, set on foot, cause to stand, rise, or stop; of marshalling soldiers, στίχας, λᾶόν, Β, Il. 6.433; causing clouds, waves, to rise, Od. 12.405, Il. 21.313; bringing horses to a standstill, ships to anchor, Il. 5.368, Od. 3.182; metaph., ‘excite,’ ‘rouse,’ battle, strife, Od. 11.314, Od. 16.292; weigh, Il. 19.247, Il. 22.350, Il. 24.232.— Mid. aor. 1 is causative, set up or set on foot for oneself, or something of one's own, κρητῆρα, ἱστόν, met., μάχην, Ζ 528, Il. 1.480, Od. 9.54.—II. intrans. (pass., fut. mid., aor. 2 and perf. and plup. act.), place oneself, come to a stand, rise, perf. and plup., stand; κῦμα ἵσταται, Il. 21.240; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρᾶ ἕστασαν, ‘were fixed,’ Od. 19.211; στῆ δ' ὀρθός, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν, Il. 24.359; met., νεῖκος ἵσταται, ἕβδομος ἑστήκει μείς, ‘had set in,’ Il. 19.117; μὴν ἱστάμενος, ‘beginning of the month,’ Od. 14.162, Od. 19.307; of spring, Od. 19.519; aor. pass., ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη, Od. 17.463.

Spanish

situar, establecer, poner, colocar, situarse, colocarse, estar colocado, estar situado

English (Abbott-Smith)

ἵστημι, and in late writers, also ἱστάνω (Veitch, s.v.; Bl., §23, 2; M, Pr., 55), [in LXX chiefly for עמד, קוּם, also for נצב ni., hi., יצב hith., etc.].
I.Trans, in pres., impf., fut. and 1 aor. act. and in the tenses of the pass.
1.to make to stand, to place, set, set up, establish, appoint: c. acc. pers., Mk 7:9, Ac 1:23 6:13 17:31, He 10:9; id. seq. ἐπί, c. acc. loc, Mt 4:5, Lk 4:9; ἐν μέσῳ, Mt 18:2, Mk 9:36, Jo 8:[3]; ἐνώπιον, Ac 6:6; παρ’ ἑαυτῷ, Lk 9:47; ἐκ δεξιῶν, Mt 25:33; mid., to place oneself, to stand: Re 18:15; so also pass., to be made to stand, to stand: Mt 2:9, Lk 11:18 19:8, II Co 13:1, al.
2.to set in a balance, to weigh (cl.; LXX for שׁקל, Is 46:6, al.): Mt 26:15,
II.Intrans., in pf., plpf. (with sense of pres. and impf.; M, Pr., 147f.) and 2 aor. act., to stand, stand by, stand still: Mt 20:32 26:73, Mk 10:49, Lk 8:44, Jo 1:35 3:29, Ac 16:9, al.; seq. ἐν, Mt 6:5, al.; ἐνώπιον, Ac 10:30, al.; πρός, c. dat. loc., Jo 18:16; ἐπί, c. gen. loc., Lk 6:17, Ac 5:23 25:10, al.; ἔμπροσθεν, Mt 27:11; κύκλῳ, Re 7:11; ἐκ δεξιῶν, Lk 1:11; ἐπί, c. acc., Mt 13:2, Re 3:20; παρά, Lk 5:2; ἐκεῖ, Mk 11:5; ὧδε, Mk 9:1; ὅπου, Mk 13:14; ἔξω, Mt 12:46; μακρόθεν, Lk 18:13; πόρρωθεν, Lk 17:12. Metaph., to stand ready, stand firm, be steadfast: I Co 7:37 10:12, Eph 6:11, 13 14, Col 4:12; τ. πίστει, Ro 11:20; ἐν τ. ἀληθείᾳ, Jo 8:44; εν τ. χάριτι, Ro 5:2; ἐν τ. εὐαγγελίῳ, I Co 15:1 (cf. ἀν-, ἐπ-ἀν-, ἐξ-ἀν, ἀνθ-, ἀφ-, δι-, ἐν-, ἐξ-, ἐπ- (-μαι), ἐφ-, κατ-ἐφ-, συν-ἐφ-, καθ-, ἀντι-καθ-, ἀπο-καθ-, μεθ-, παρ-, περι-, προ-, συν-ίστημι).

English (Strong)

a prolonged form of a primary stao stah'-o (of the same meaning, and used for it in certain tenses); to stand (transitively or intransitively), used in various applications (literally or figuratively): abide, appoint, bring, continue, covenant, establish, hold up, lay, present, set (up), stanch, stand (by, forth, still, up). Compare τίθημι.

English (Thayer)

more rarely ἱστάω (from Herodotus down; cf. Veitch, under the word)) ἱστῶμεν, R G) and ἱστάνω (late; cf. Veitch, under the word)) ἱστάνομεν, L T Tr WH) (cf. Buttmann, 44 f (38f); Winer's Grammar, § 14,1f.; 87 (83); WH s Appendix, p. 168; Veitch, p. 337f); future στήσω; 1st aorist ἔστησα; 2nd aorist ἔστην, imperative στῆθι, infinitive στῆναι, participle στάς; perfect ἕστηκα (with present force; Winer's Grammar, 274 (257)), infinitive ἑστάναι (Relz st bez G Tr ἑστάναι in ἑστηκεναι), participle masculine ἑστηκώς with neuter ἑστηκός, and in the shorter form ἑστώς, ἑστῶσα (ἑστώς and (L T Tr WH in Rst also); ἑστός (cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 208; (Rutherford, Babrius, p. 39f; Winer's Grammar, § 14,1i.; Buttmann, 48 (41))); pluperfect εἱστήκειν (but WH uniformly ἱστ.; see Iota) with force of imperfect Winer's Grammar, 274 (257)), 3rd person plural εἱστήκεισαν (L T Tr WH in ἑστήκεσαν (R G (cf. Winer's Grammar, § 14,1a.; yet Buttmann, 43 (38))); passive, 1st aorist ἐστάθην; 1future σταθήσομαι; 1future middle στήσομαι (I. Transitively in the present, imperfect, future, and 1st aorist active; likewise in the tenses of the passive (cf. Buttmann, 47 (41) contra Winer's Grammar, 252 (237)) (the Sept. for הֶעֱמִיד, הֵקִים, הִצִּיב); (from Homer down); to cause or make to stand; to place, put, set;
1. universally, α. properly, τινα, to bid to stand by (set up): ἐν μέσῳ, in the midst, ἐν τῷ μέσῳ, ἐνώπιον τίνος, εἰς αὐτούς, before the members of the Sanhedrin, ἐν τῷ συνεδρίῳ, ἐπί with the genitive of the Judges, passive σταθήσεσθε, τινα ἄμωμον κατενώπιον τίνος, to (set one i. e.) cause one to make his appearance faultless before etc. to place (i. e. designate the place for one to occupy): ἐν μέσῳ τινων, παῥ ἑαυτῷ, ἐκ δεξιῶν, ἐπί τί (accusative of place), to place oneself, to stand (German sich hinstellen, hintreten): ἀπό μακρόθεν, σταθείς, ἐστάθησαν σκυθρωποί they stood still, looking sad, T WH Tr text (cf. II:1b. β.)); ἐν μέσῳ τίνος, τινων, added, σταθέντες, when they had appeared (before the judge), β. tropically, to make firm, fix, establish: τί, τινα, to cause a person or thing to keep his or its place; passive to stand, be kept intact (of a family, a kingdom): to escape in safety, ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου added, στῆσαι τινα, to cause one to preserve a right state of mind, σταθήσεται, shall be made to stand, i. e. shall be kept from falling, ibid. τί, to establish a thing, cause it to stand, i. e. to uphold or sustain the authority or force of anything: ἀναιρεῖν); τήν παράδοσιν, τήν ἰδίαν δικαιοσύνην, τόν νόμον (opposed to κατάργω), τόν ὅρκον, τήν διαθήκην, to ratify, confirm: σταθῇ, σταθήσεται πᾶν ῤῆμα, to appoint (cf. colloquial English set): ἡμέραν, to set or place in a balance; to weigh: money to one (because in very early times, before the introduction of coinage, the metals used to be weighed) i. e. to pay, Homer down; cf. Passow, under the word, p. 1508b; (Liddell and Scott, under the word A. IV.); the Sept. for שָׁקַל, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην, do not reckon to them, call them to account for, this sin (A. V. lay not this sin to their charge), II. Intransitively in the perfect and pluperfect (having the sense of a present and an imperfect (see above)), also in 2nd aorist active, to stand; the Sept. for נִצַּב עָמַד קוּם;
1. properly,
a. followed by prepositions or adverbs of place: followed by ἐν with the dative of place (cf. Buttmann, 329 (283)), L T Tr WH ἐπί with the dative); ἐνώπιον τίνος, πρός with the dative of place, ἐπί with the genitive of place (German auf, upon), before (cf. ἐπί, A. I:2b.), πέραν with the genitive of place, πρό, R G; but L T Tr WH ἐπί τῶν θυρῶν (at, German an; cf. above and see ἐπί, A. I:2a.)); ἔμπροσθεν τίνος, before one as Judges, κύκλῳ (τίνος), around, μέσος ὑμῶν, in the midst of you, living among you, ἐκ δεξιῶν τίνος, ἐν μέσῳ, πρός with the accusative (G L T Tr WH with the dative (see πρός, II.)) of place, ἐπί with the accusative of place (see ἐπί, C. I.), ἐπί τούς πόδας, to stand upright, παρά with the accusative, εἰς, L T Tr marginal reading WH marginal reading ἐπί (see ἐπί, C. I:1d.)); ἐκεῖ, ὧδε, T Tr WH αὐτοῦ, which see); ὅπου, ἔξω, WH in marginal reading only); μακρόθεν, R G Tr text); ἀπό, μακρόθεν, L T WH Tr marginal reading (but ἀπό in brackets)); πόρρωθεν, α. to stand by, stand near (in a place already mentioned, so that the reader readily understands where): καθίζειν, β. if what is said to stand had been in motion (walking, flowing, etc.), to stop, stand still: ἔστη, L T Tr WH ἐστάθη (cf. I:1a.)); γ. contextually, to stand immutable, stand firm, of the foundation of a building: to stand, i. e. continue safe and sound, stand unharmed: to stand ready or prepared: with a participle, to be of a steadfast mind; so in the maxim in ὅς ἕστηκεν ἑδραῖος, who does not hesitate, does not waver, πρός τινα, against the foe, to persist, continue, persevere: τῇ πίστει, dative commodi (so as not to fall from thy faith (others take the dative instrumentally, by thy faith; cf. Winer's Grammar, § 31,6c.; Buttmann, § 133,24)), ἐν τῇ ἀλήθεια, Isaiah, his nature abhors, is utterly estranged from, the truth; Vulg. incorrectly, in veritate non stetit; Luther, ist nicht bestanden (A. V. abode not etc.); but the Zürich version correctly, besteht nicht (WH read ἔστηκεν, imperfect of στήκω, which see)); ἐν τῇ χάριτι, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, εἰς ἥν (namely, χάριν) ἑστήκατε, into which ye have entered, that ye may stand fast in it, L T Tr WH read στῆτε (2nd aorist active imperative 2nd person plural) enter and stand fast; Buttmann, § 147,16, cf. p. 329 (283)). Note: From ἕστηκα is formed the verb στήκω, which see in its place. (Compare: ἀνίστημι, ἐπανίστημι, ἐξανίστημι, ἀνθίστημι, ἀφίστημι, διΐστημι, ἐνίστημι, ἐξίστημι, ἐπιστημι (ἐπίστημαι), ἐφίστημι, κατεφιστημι, συνεφίστημι, καθίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀποκαθίστημι, μεθίστημι, παρίστημι, περιΐστημι, προστημι, συνίστημι.)

Greek Monolingual

ἵστημι (ΑΜ)
1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνωἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα»
Ομ. Ιλ.)
2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια»)
μσν.
(το μέσ.) ἵσταμαι
1. είμαι όρθιος, στέκομαι
2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι, βρίσκομαι σε κάποια θέση
3. (για γυναίκα) πορνεύω, εκδίδομαι επί χρήμασι
αρχ.
1. τοποθετώ, παρατάσσω («πεζοὺς δ' ἐξόπισθε στῆσεν», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ή κάποιον να σταθεί, σταματώ, αναχαιτίζω (α. «στήσαντες τὴν ἑαυτῶν φάλαγγα» — αφού έκαναν τη φάλαγγά τους να σταματήσει, Ξεν.
β. «ῥοῦν στῆσαι».
Πλάτ.)
3. κάνω κάτι να σηκωθεί, διεγείρω, ανακινώ («κονίης ἱστᾱσιν ὁμίχλην» — σηκώνουν σύννεφο σκόνης, Ομ. Ιλ.)
4. τοποθετώ, διορίζωἵστημι βασιλέα»)
5. ορίζω, ιδρύωἵστημι νόμους»)
6. καθιστώ, κάνω («στῆσαι δύσκηλον χθόνα» — να κάνει την κατάσταση της χώρας ανίατη)
7. ζυγίζω («ἵστημὶ τι πρός τι»)
8. φρ. α) «ἵστημι τὰ ὄμματα» — προσηλώνω κάπου τα μάτια μου απλανή
β) «ἵστημι τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασι» — προσηλώνω την προσοχή μου
γ) «ἵστημι λόγχην...» — σηκώνω το όπλο, ετοιμάζομαι να επιτεθώ
δ) «ἵστημι μάχην, φύλοπιν, φυλόπιδα, ἔριν» — εγείρω πόλεμο, προκαλώ την έκρηξη πολέμου, διαμάχης κ.λπ.
ε) «ἵστημι βοήν, κραυγήν» — βγάζω φωνή, φωνάζω δυνατά
στ) «ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἔρχομαι» — καταφεύγω στο ζύγισμα
9. (μέσ. και παθ.) ἵσταμαι
α) είμαι, βρίσκομαι («ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ)
β) βρίσκομαι σε μια κατάσταση («ἵνα ξυμφορᾱς ἢ χρείας ἕσταμεν» — σε ποιό σημείο συμφοράς ή ανάγκης βρισκόμαστε
Σοφ.)
γ) κείμαιἵσταται κατὰ βορέαν» Θουκ.)
δ) σταματώ, μένω ακίνητος («ἄγε δὴ στέωμεν»
Ομ. Ιλ.)
ε) παραμένω αργός
στ) μένω σταθερός
ζ) (για νόμους) θέτω, ορίζω
η) φρ. i) «ἵσταται» — γίνεται στάση, ξεσπάει αναταραχή
ii) «ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς» — βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, η κατάσταση έχει γίνει κρίσιμη
iii) «ἵσταμαι ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς» κ.λπ.
συμπεριφέρομαι άδικα, σωστά, ευλαβικά
iv) «ἵσταταικοιλία» — παρουσιάζεται δυσκοιλιότητα
ν) «ἵσταται νεῖκος, φύλοπις» κ.λπ.
αρχίζει, ξεσπάει φιλονικία
νί) (για χρόνο) αρχίζω (α. «ἔαρος νέου ἱσταμένου» — στην αρχή της άνοιξης
β. «μηνὸς ἱσταμένου» — στην αρχή του μήνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα stā- «στέκομαι, στήνω». Από την απαθή βαθμίδα παράγεται απευθείας ο αόρ. β' -στη-ν που αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ινδ. a-sthā-m, ενώ με αναδιπλασιασμό παράγεται ο ενεστώς -στη-μι (< σί-στη-μι) που στην Ελληνική είναι αθέματος (πιθ. αναλογικά προς τα τί-θη-μι, -η-μι), σε άλλες όμως γλώσσες παρουσιάζει θεματικούς τ., όπως το αρχ. ινδ. ti-sth-ati «στέκεται» και το λατ. si-st-it «σταματά, στήνει». Η μεταβατική σημασία του ἵστημι, αν και διακρίνεται και στο λατ. sisto «στήνω», θα πρέπει μάλλον να οφείλεται σε επίδραση του τίθημι και του μεταβατικού σιγμόληκτου αορ. -στη-σα. Ο τελευταίος σχηματίστηκε εκ παραλλήλου προς τον ἔστην (πρβλ. ἔφυνεφυσα) και απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο παρακμ. -στη-κ-α, αντιθέτως, είναι αμετάβατος και, αν εξαιρέσει κανείς την παρέκταση -u- που απαντά μόνο στην Ελληνική, αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. ta-sthau και στο λατ. ste-ti. Οι τ. του πληθ. στον ενεστώτα -στᾰ-μεν, -στᾰ-τε και στον αόρ. β' -στᾰ-μεν, -στᾰ-τε εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα stә- της ρίζας stā-, όπως και το ρηματικό επίθ. στă-τός που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. sthi-ta- και στο λατ. stă-tus. Το νεοελλ. στέκω / -ομαι προέρχεται από την υποτ. ἐστήκω του παρακμ. ἔστηκα, ενώ το στήνω από τον αόρ. ἔστησα κατά το σχήμα ἁμάρτησα-ἁμαρτάνω, ἔφθασα-φθάνω. Διατηρούνται, εξάλλου, πολυάριθμα συνθ. με προθέσεις του μέσου ἵσταμαι, πολλά από τα οποία έχουν ενεργητική σημασία (πρβλ. αφίσταμαι, διίσταμαι, εγ-καθ-ίσταμαι, συμπαρ-ίσταμαι κ.λπ.). Αποκλειστικά ως β' συνθετικό λέξεων εμφανίζεται το παρ. -στάτης (πρβλ. επιστάτης, ορθοστάτης, παρα-στάτης, προ-στάτης κ.λπ.). Άμεσα παρ. του ρ. μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα στατήρ(ας), στάσις(-η), που διατηρούνται και σήμερα, και το αρχ. στῆμα «στήριγμα», που διατηρείται ως β' συστατικό πολλών λ. (πρβλ. ανάστημα, διάστημα, παρά-στημα, σύ-στημα κ.λπ.). Με το ἵστημι συνδέονται, εξάλλου, αρκετές λ., οι οποίες όμως παρουσιάζουν μεγαλύτερη μορφολογική αυτοτέλεια και εξειδικευμένη σημασία. Τέτοιες είναι οι ιστός, στάδην, στάδιον, στάδιος, σταθμός, σταμίνες, στάμνος, σταυρός, στήλη, στήμων, στοά.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό
στη Νέα Ελληνική διατηρείται μόνο η μέση φωνή) ανθίστημι, ανίστημι, αντικαθίστημι, αποκαθίστημι, αφίστημι, διίστημι, εγκαθίστημι, ενίστημι, εξανίστημι, εξίστημι, επανίστημι, καθίστημι, παρίστημι, προΐστημι, συγκαθίστημι, συμπαρίστημι, συνίστημι, υποκαθίστημι, υφίστημι
αρχ.
αμφίστημι, αντανίστημι, αντενίστημι, αντεφίστημι, αντιδιίστημι, αντιμεθίστημι, αντιπαρίστημι, αντιπεριίστημι, απανίστημι, αποδιίστημι, αποσυνίστημι, διανίστημι, διαπαρίστημι, διασυνίστημι, διαφίστημι, εξαφίστημι, εξυπανίστημι, επεξανίστημι, επιδιίστημι, επικαθίστημι, επίσταμαι, επισυνίστημι, εφίστημι, καταδιίστημι, καταπεριίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρανίστημι, παρεξίστημι, παρυφίστημι, περιανίστημι, προανίστημι, προδιασυνίστημι, προδιίστημι, προεφίστημι, προκαθίστημι, προσαφίστημι, προσδιίστημι, προσεξίστημι, προσίστημι, προσκαθίστημι, προσσυνίστημι, προσυνίστημι, συμμεθίστημι, συνανίστημι, συναποκαθίστημι, συναφίστημι, συνεξανίστημι, συνεπανίστημι, συνεφίστημι, συνυφίστημι, υπανίστημι, υπαφίστημι, υπεξίστημι, υπερκαθίστημι
νεοελλ.
κατεξανίσταμαι, προϋφίσταμαι].

Greek Monotonic

ἵστημι: (αντί σί-στημι, αναδιπλ. από √ΣΤΑ
I. μτβ. χρόνοι, στήνω, ορθώνω, Λατ. sisto, ενεστ. ἵστημι, προστ. ἵστη ή ἵστα, παρατ. ἵστην, Επικ. γʹ ενικ. ἵστασκε· μέλ. στήσω, Δωρ. στᾱσῶ, αόρ. αʹ ἔστησα, Επικ. γʹ πληθ. ἔστᾰσαν αντί ἔστησαν· ομοίως και Μέσ. αόρ. αʹ ἐστησάμην·
II. αμτβ., στέκομαι, Λατ. sto·
1. Ενεργ., αόρ. βʹ ἔστην, Επικ. στάσκον, γʹ πληθ. ἔστησαν, Επικ. επίσης ἔσταν, στὰν [ᾰ]· προστ. στῆθι, Δωρ. στᾶθι, υποτ. στῶ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. στήῃς, στήῃ (αντί στῇς, στῇ), αʹ πληθ. στέωμεν και στείομεν αντί στῶμεν· ευκτ. σταίην, απαρ. στῆναι, Επικ. στήμεναι· μτχ. στάς· παρακ. ἕστηκα, υπερσ. ἑστήκειν, Αττ. επίσης εἱστήκειν· Ιων. γʹ ενικ. ἑστήκεε· χρησιμ. δυϊκ. και πληθ. παρακ. ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι, Ιων. ἑστέᾱσι· προστ. ἕστᾰθι· υποτ. ἑστῶ· ευκτ. ἑσταίην· απαρ. ἑστάναι, Επικ. ἑστάμεν, ἑστάμεναι, μτχ. ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστός, Ιων. ἑστεώς, -ῶτος, Επικ. ἑστηώς, γεν. ἑστᾰότος, αιτ. ἑστᾰότα, ονομ. πληθ. ἑστᾰότες, υπερσ. ἑστάτην [ᾰ], ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν.
2. Παθ., ἵσταμαι· προστ. ἵστω, Επικ. ἵστασο· παρατ. ἱστάμην, μέλ. στᾰθήσομαι και Μέσ. στήσομαι· επίσης (από παρακ. ἕστηκα) γʹ μέλ. ἑστήξω και ἑστήξομαι· αόρ. αʹ ἐστάθην [ᾰ]· παρακ. ἕσταμαι.
Α. Μτβ.:
I. βάζω κάτι να σταθεί, στήνω, ορθώνω, τοποθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τακτοποιώ, παρατάσσω ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
II. κάνω κάποιον να σταματήσει, σταματώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· στῆσαι τὴν φάλαγγα, εμποδίζω τη φάλαγγα, σε Ξεν.· ἔστησεν τὰ ὄμματα, τα είχε ακίνητα, τα προσήλωσε, λέγεται για τον Σωκράτη όταν εξέπνευσε, σε Πλάτ.· ἵστημι τὸ πρόσωπον, Λατ. componere vultum, σε Ξεν.
III. 1. στήνω, ἵστημι ἱστόν, στήνω τον αργαλειό ή υψώνω τον ιστό, σε Όμηρ.· ανοικοδομώ, ανεγείρω κτίρια, στήνω αγάλματα, τρόπαια κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἱστάναι τινὰχαλκοῦν, στήνω για κάποιον χάλκινο ανδριάντα.
2. σηκώνω, ανεγείρω, ανυψώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλόπιδα στήσειν, εγείρω, προκαλώ διαμάχη, σε Ομήρ. Οδ.· στον Μέσ. αόρ. αʹ, στήσασθαι μάχην, στον ίδ.
3. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ, τινὰ βασιλέα, σε Ηρόδ. — Παθ., ὁ σταθεὶς ὕπαρχος, στον ίδ.
4. ιδρύω, καθιερώνω γιορτή, στον ίδ., Αττ.
5. βάζω, τοποθετώ στην ζυγαριά, ζυγίζω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἵστημί τι πρός τι, ζυγίζω κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, σε Ηρόδ. Β. Παθ. και Αμτβ. χρόνοι Ενεργ.:
I. 1. είμαι τοποθετημένος, στέκομαι, σε Όμηρ.· συχνά αντί εἶναι, βρίσκομαι, υπάρχω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με επίρρ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση, ἵνα χρείας ἕσταμεν, σε ποιο σημείο ανάγκης ή συμφοράς βρισκόμαστε, σε Σοφ. κ.λπ.
2. κείμαι, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Θουκ.
II. 1. στέκομαι ακίνητος, αδρανώ, σταματώ, σε Όμηρ.· κάθομαι άπραγος, σε Ομήρ. Ιλ.· σταματώ, βρίσκομαι σε ηρεμία, στο ίδ.
2. μεταφ., κάθομαι σταθερός, είμαι σφριγηλός, σε Ξεν.
III. 1. στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι, εξεγείρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. λέγεται για άλογα, ἵστασθαι ὀρθός, σε Ηρόδ.
2. ξεκινώ, αρχίζω, ξεσηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. χρησιμ. για δήλωση χρόνου, ἔαρος ἱσταμένοιο, καθώς ξεκινούσε η άνοιξη, στις αρχές της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· ἕβδομος ἑστήκει μείς, άρχισε ο έβδομος μήνας, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, καθώς ο ένας μήνας τελειώνει και ξεκινά ο άλλος, σε Ομήρ. Οδ.· ο μήνας στον Όμηρ. διαιρείται σε δύο μέρη, ἱστάμενος και φθίνων· αλλά, κατά το Αττ. ημερολόγιο, διαιρείται σε τρεις δεκάδες, ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, σε Ηρόδ., Θουκ.
4. ορίζομαι, διορίζομαι, τοποθετούμαι, στῆναι ἐς ἀρχήν, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: set, position oneself, make stand (Il.)
Other forms: Dor. ἵσταμι, med. ἵσταμαι, aor. στῆσαι, στήσασθαι, fut. στήσω, aor. pass. σταθῆναι (Od.), fut. σταθήσομαι (Att.); intr. aor. στῆναι with fut. στήσομαι, perf. ἕστηκα.
Compounds: Very often with prefix, ἀνα-, κατα-, ἀπο-, ἐξ-, μετα- etc.
Derivatives: Several, partly inherited derivations are given s.v., s. ἱστός, σταθμός, σταμῖνες, στάσις, στατήρ, στήλη, στήμων, στοά etc.; s. also στάμνος, σταυρός.
Origin: IE [Indo-European] [1004] *steh₂- -stand, set
Etymology: With the intr. athematic root aorist ἔ-στη-ν agrees exactly Skt. á-sthā-m, IE *h₁é-steh₂-m. Beside it stands without agreement outside Greek already in Hom. a transitive σ-aorist ἔ-στη-σ-α like ἔ-φυ-σ-α beside ἔ-φυ-ν a. o.; the intrans. future στή-σομαι, was originally built to ἔ-στη-ν, but was associated with the σ-aorist. Also the trans. reduplicated athematic present ἵ-στη-μι is limited to Greek; cf. τί-θη-μι, ἵ-η-μι, βί-βη-μι; both Indo-Iranian and Italo-Celtic have thematic formations, e. g. Skt. tí-ṣṭh-ati stands (*-sth₂-e-ti), Lat. si-st-it . The intr. perf. ἕ-στη-κ-α, pl. ἕ-στα-μεν is excep for the κ-enlargment old and represents together wiht Skt. ta-stháu, pl. ta-sthi-má, Lat. ste-ti-mus an IE perfect. Old is also the verbal adjective στα-τός (Il.) = Skt. sthi-tá- standing, Lat. sta-tus, OWNo. sta-ðr stc, IE *sth₂tos. Details in Schwyzer 686f., 742, 755f., 762, 775f., 782. - Other IE forms are irrelevant for Greek (e. g. Lat. stō < *stā-i̯ō = Lith. stō-ju, OCS sta-jǫ, Germ., e. g. OS OHG stān, stēn stehen after gān, gēn gehen), see Bq, Pok. 1004ff., W.-Hofmann s. stō etc. S. also ἱστάνω.

Middle Liddell

[for σίστημι, redupl. from !στα]
I. Causal Tenses, to make to stand, Lat. sisto,
II. intr. to stand, Lat. sto,
A. Causal, to make to stand, set, Hom., etc.:— to set men in array, post them, Il., Xen.
II. to make to stand, stop, stay, check, Hom., etc.; στῆσαι τὴν φάλαγγα to halt it, Xen.; στ. τὰ ὄμματα to fix them, of a dying man, Plat.; ἵ. τὸ πρόσωπον, Lat. componere vultum, Xen.
III. to set up, ἱστ. ἱστόν to set up the loom, or to raise the mast, Hom.; to raise buildings, statues, trophies, etc., Hdt., Attic; ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν to set him up in brass, raise a brasen statue to him, Dem.
2. to raise, rouse, stir up, Hom., etc.; φυλόπιδα στήσειν to stir up strife, Od.; in aor1 mid., στήσασθαι μάχην Od.
3. to set up, appoint, τινὰ βασιλέα Hdt.; Pass., ὁ σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.
4. to establish, institute a festival, Hdt., Attic
IV. to place in the balance, weigh, Il., etc.; ἱστάναι τι πρός τι to weigh one thing against another, Hdt.
B. Pass. and intr. tenses of Act. to be set or placed, to stand, Hom.:—often merely for εἶναι, to be there, Od., etc.; with an adv. to be in a certain state or condition, ἵνα χρείας ἕσταμεν in what a state of need we are, Soph., etc.
2. to lie, be situated, Thuc.
II. to stand still, stop, halt, Hom.: to stand idle, Il.: to stop, cease, be at rest, Il.
2. metaph. to stand firm, Xen.
III. to stand up, rise up, Il.; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear up, Hdt.
2. to arise, begin, Il.
3. in marking Time, ἔαρος ἱσταμένοιο as spring was beginning, Od.; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month began, Il.; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.; the month in Hom. being divided into two parts, ἱστάμενος and φθίνων; but in the Attic Calendar, it fell into three decads, ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, Hdt., Thuc.
4. to be appointed, στῆναι ἐς ἀρχήν Hdt.

Frisk Etymology German

ἵστημι: {hístēmi}
Forms: dor. ἵσταμι, Med. ἵσταμαι, Aor. στῆσαι, στήσασθαι, Fut. στήσω stellen, sich stellen, stehen machen, anhalten (seit Il.), Aor. Pass. σταθῆναι (seit Od.), Fut. σταθήσομαι (att.); intr. Aor. στῆναι mit Fut. στήσομαι hintreten, Perf. ἕστηκα stehen (seit Il.),
Grammar: v.
Composita : sehr oft mit Präfix, ἀνα-, κατα-, ἀπο-, ἐξ-, μετα- usw. usw.
Derivative: Die zahlreichen, z. T. altererbten Ableitungen werden unter besonderen Schlagwörtern behandelt, s. ἱστός, σταθμός, σταμῖνες, στάμνος, στάσις, στατήρ, στήλη, στήμων, στοά usw.; vgl. noch σταυρός u. a.
Etymology : Zu dem intr. athematischen Wurzelaorist ἔστην stimmt genau aind. á-sthā-m, idg. *é-st(h)ā-m. Daneben steht ohne außergriechische Entsprechung schon bei Hom. ein transitiver σ-Aorist ἔστησ-α wie ἔφυσ-α neben ἔφυν u. a.; das intrans. Futurum στήσομαι, ursprünglich zu ἔστην gebildet, aber mit den σ-Aoristen assoziiert, ist wahrscheinlich dabei wirksam gewesen. Auch das trans. reduplizierte athematische Präsens ἵστημι ist auf das Griechische beschränkt und schließt sich den semantisch befreundeten τίθημι, ἵη-μι, βίβημι an; sowohl das Indoiranische wie das Italokeltische haben dafür thematische Bildungen, z. B. aind. -ṣṭh-ati steht, lat. si-st-it bleibt stehen, stellt. Die transitive Bedeutung, die auch lat. sistō kennzeichnet (vgl. gi-gn-ō), erscheint sowohl in τίθημι wie in ἔστησα und kann mit beiden in Verbindung stehen. Das intr. Perf. ἕστηκ-α, pl. ἕσταμεν ist bis auf die κ-Erweiterung alt und spiegelt zusammen mit aind. ta-stháu, pl. ta-sthi-, lat. ste-ti-mus ein idg. Perfekt wider. Alt ist desgleichen das Verbaladjektiv στατός stillstehend, stätig (seit Il.; hier von Pferden wie awno. staðr, nicht passiv mit Ammann Μνήμης χάριν 1, 17) = aind. sthĭ-- stehend, lat. stă-tus gestellt (auf sistō bezogen), awno. sta-ðr zum Stehen geneigt, stätig usw. Ganz fraglich ist dagegen die Gleichung ἐστάθης : aind. á-sthi-thās. Weitere Einzelheiten mit Lit. bei Schwyzer 686f., 742, 755f., 762, 775f., 782. — Übrige idg. Formen, die für das Griechische ohne Belang sind (z. B. lat. stō < *stā-i̯ō = lit. stō-ju, aksl. sta- treten, sich stellen, germ., z. B. as. ahd. stān, stēnstehen’ nach gān, gēngehen’), in reicher Auswahl bei Bq, WP. 2, 603ff., Pok. 1004ff. ebenso wie in den Wörterbüchern der betr. Einzelsprachen, z. B. W.-Hofmann s. stō. S. auch ἱστάνω.
Page 1,739

Chinese

原文音譯:†sthmi 希士帖米
詞類次數:動詞(155)
原文字根:站 相當於: (עָמַד‎)
字義溯源:站*,站著,站住,站立,站在,站起來,站穩,定準,設立,設下,安置,歸於,選定,立定,立住,停住,停泊,停,堅,固定,堅固。這字的字面意義是:站,站立;隱喻的意義是:站住,站穩( 弗6:11,13,14);保羅也說,他蒙神的幫助,直到今日還站得住,對老幼作見證( 徒26:22)。參讀 (ἀποτίθημι) (ἐγγίζω)同義字
同源字:1) (ἀνθίστημι)對抗 2) (ἀναπηδάω / ἀνίστημι)站起 3) (ἀποκαθιστάνω / ἀποκαθίστημι)恢復原狀 4) (ἀστατέω)無定所的 5) (ἀφίστημι)除去 6) (διΐστημι)站開 7) (διχοστασία)分裂 8) (ἐνίστημι)出席 9) (ἐξιστάνω / ἐξιστάω / ἐξίστημι)心智迷惑 10) (ἐπανίστημι)站起來 11) (ἐπίσταμαι)將心思放在其上 12) (ἐπιστάτης)師傅 13) (ἐπίστασις / ἐπισύστασις)共謀 14) (εὐπερίσπαστος / εὐπερίστατος)善於纏繞的 15) (ἐφίστημι)在側 16) (ἵστημι)站 17) (καθιστάνω / καθίστημι)設立 18) (κατεφίσταμαι)起來攻擊 19) (μεθιστάνω / μεθίστημι)遷移 20) (παριστάνω / παρίστημι)站在旁邊 21) (περιΐστημι)周圍站著 22) (προΐστημι)站在前面 23) (παραστάτις / προστάτις)幫助者 24) (πρωτοστάτης)首領 25) (στάμνος)瓶 26) (στάσις)立足點 27) (συνεφίστημι)一同站起來 28) (συνιστάω / συνίστημι)並列 29) (συστατικός)介紹的 30) (ὑπόστασις)確定
出現次數:總共(155);太(21);可(9);路(26);約(21);徒(35);羅(6);林前(3);林後(2);弗(3);西(1);提後(1);來(2);雅(2);彼前(1);猶(1);啓(21)
譯字彙編
1) 站(55) 太4:5; 太6:5; 太12:46; 太12:47; 太13:2; 太24:15; 太27:11; 可9:1; 可9:36; 路1:11; 路4:9; 路5:1; 路6:8; 路6:17; 路7:38; 路13:25; 路24:36; 約1:26; 約6:22; 約8:3; 約8:44; 約11:56; 約18:16; 約20:11; 約20:19; 約20:26; 約21:4; 徒4:7; 徒5:20; 徒5:23; 徒5:25; 徒5:27; 徒6:6; 徒7:55; 徒7:56; 徒10:30; 徒11:13; 徒12:14; 徒17:22; 徒21:40; 徒22:30; 徒24:20; 徒25:10; 羅5:2; 猶1:24; 啓7:1; 啓7:9; 啓8:2; 啓8:3; 啓10:5; 啓10:8; 啓11:4; 啓12:4; 啓14:1; 啓19:17;
2) 站著(25) 太20:6; 路6:8; 路17:12; 路18:11; 路18:13; 路19:8; 路23:10; 路23:35; 約1:35; 約3:29; 約7:37; 約18:5; 約18:18; 約18:18; 約18:25; 約20:14; 徒3:8; 徒4:14; 徒9:7; 徒16:9; 徒26:16; 啓5:6; 啓18:10; 啓18:15; 啓18:17;
3) 站住(12) 太12:25; 太12:26; 太20:32; 可3:24; 可3:25; 可3:26; 可10:49; 路11:18; 路18:40; 徒8:38; 羅14:4; 林前15:1;
4) 站在(5) 可13:9; 可13:14; 路8:20; 路9:27; 路9:47;
5) 都站(4) 路23:49; 啓7:11; 啓15:2; 啓20:12;
6) 站起來(2) 徒2:14; 徒25:18;
7) 站著的(2) 可11:5; 約12:29;
8) 已站(1) 雅5:9;
9) 你站在(1) 雅2:3;
10) 你們要站立(1) 彼前5:12;
11) 站得住(1) 啓6:17;
12) 我站(1) 啓3:20;
13) 在站著(1) 來10:11;
14) 立定了(1) 提後2:19;
15) 都要定準(1) 林後13:1;
16) 站穩(1) 弗6:11;
17) 站立得穩(1) 弗6:13;
18) 要站穩了(1) 弗6:14;
19) 立定(1) 來10:9;
20) 牠站(1) 啓12:17;
21) 他們⋯站起來(1) 啓11:11;
22) 你們⋯站著(1) 徒1:11;
23) 你⋯站(1) 徒7:33;
24) 你⋯就得以立住(1) 羅11:20;
25) 你們⋯已站立得穩(1) 林後1:24;
26) 他們⋯站住(1) 路24:17;
27) 站⋯的人(1) 太27:47;
28) 站⋯的(1) 太16:28;
29) 使⋯站(1) 太18:2;
30) 站得穩(1) 林前10:12;
31) 你們⋯站(1) 太20:6;
32) 你們能⋯站穩(1) 西4:12;
33) 堅固(1) 羅3:31;
34) 止住了(1) 路8:44;
35) 站住了(1) 路7:14;
36) 站立(1) 路21:36;
37) 仍然站(1) 約8:9;
38) 那些站在(1) 約19:25;
39) 停泊(1) 路5:2;
40) 旁邊站著的人(1) 太26:73;
41) 都可定準(1) 太18:16;
42) 站的人(1) 太20:3;
43) 他要安置(1) 太25:33;
44) 給了(1) 太26:15;
45) 選定(1) 徒1:23;
46) 設下(1) 徒6:13;
47) 就站(1) 徒27:21;
48) 就停(1) 太2:9;
49) 立(1) 羅10:3;
50) 他必要站住(1) 羅14:4;
51) 我還站住(1) 徒26:22;
52) 我站著(1) 徒26:6;
53) 歸於(1) 徒7:60;
54) 他已定了(1) 徒17:31;
55) 旁邊站著(1) 徒22:25;
56) 我站在(1) 徒24:21;
57) 堅(1) 林前7:37

Mantoulidis Etymological

(=στήνω). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό στη-, β) ἀσθενές στα-. Μέ θέμα στη + ἐνεστ. ἀναδιπλ. + κατάληξη –μι → σί-στη-μι καί μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία → ἵστημι. Μέσο: σί-στα-μαι → ἵσταμαι.
Παράγωγα: ἱστός (=κατάρτι, ἀργαλειός), ἱστίον (=πανί πλοίου), στῆθος, στήλη, στηλιτεύω (=σημειώνω, στιγματίζω), στηλίτης, διάστημα καί τά σύνθετα (ἀνάστημα, κατάστημα, σύν, παράστημα, ἀπόστημα, ὑποκατάστημα), στήμων (=στημόνι), στηρίζω, στήριγμα, στησίχορος, στάδιον (=μέτρο μήκους, μέρος γιά ἀθλητικούς ἀγῶνες), στάθμη, ὑποστάθμη, σταθμός, σταθερός, στάμνος (=πήλινο ἀγγεῖο), σταμνίον, στάσις (τοποθέτηση, ἐπανάσταση) καί τα σύνθετα (ἀνάστασις, κατάστασις, διάστασις, μετάστασις, παράστασις, ἀντίστασις, μετανάστασις, περίστασις, ἀπόστασις, ὑπόστασις, σύστασις, ἔνστασις, ἔκστασις, ἐπανάστασις, ἀντιπαράστασις, ἀντικατάστασις), στάσιμος, στασιάζω (=ἐπαναστατῶ), στασιώτης, στατήρ (=νόμισμα), (συ)στατικός, στατός καί τά σύνθετα (ἀνάστατος, ἀκατάστατος, δυσκατάστατος, ἀδιάστατος, ἀμετάστατος, ἀνυπόστατος, περίστατος (=αὐτός πού θαυμάζεται ἀπό τό πλῆθος), μεταστατός, ἀντικαταστατός, ἀναντικατάστατος, στατέον καί ἀποστατέον, καταστατέον, μεταστατέον, ὑπαναστατέον, στῦλος, σταυρός (=πάσσαλος), σταυρῶ (=φράζω μέ πασσάλους), ἐπιστάτης, ἀποστάτης, παραστάτης, ἐπαναστάτης, ἐπιστητός, ἀσταθής, εὐσταθής, συστάδην καί συσταδόν (=ἀπό κοντά), διασταδόν (=χωριστά), ἱστιοφόρος, ναύσταθμος, παραστάς, παστάς (=νυφικός θάλαμος), πλησίστιος (=μέ φουσκωμένα τά πανιά), προστάτης, προστασία, σταδιοδρομῶ, σταδιοδρομία.

Léxico de magia

1 situar, establecer como acción del dios creador ἐπικαλοῦμαί σε ... τὸν στήσαντα τὴν θάλασσαν καὶ <πασ>σαλεύσαντα τὸν οὐρανόν te invoco a ti, que estableciste el mar y colgaste el cielo P V 461 ἐφάνη μέγας θεὸς μέγιστος, ὅς τε τὰ παρόντα ἐν τῷ κόσμῳ καὶ τὰ μέλλοντα ἔστησε apareció un gran dios, el más grande, el que situó el pasado en el cosmos y lo que ha de venir P XIII 541 2 poner, colocar como acto ritual προκωδωνίσας παῖδα στῆσον καταντικρὺ τοῦ ἡλίου καὶ λέγε τὸν λόγον toca la campanilla delante del muchacho, ponlo frente al sol y di la fórmula P IV 90 στήσας ἄντικρυς ὅρκιζε colocando (al paciente) frente a ti realiza el conjuro P IV 3018 θὲς τὸ κρανίον χαμαὶ καὶ ἱστὰς ὑπὸ τῷ ἀριστερῷ ποδὶ λέγε τάδε pon el cráneo en el suelo y colocándolo bajo tu pie izquierdo di esto P XIa 5 3 aor. atem., del mago situarse, colocarse στὰς πρὸς τὸν λίβα λέγε colocándote hacia el oeste di P XIII 860 στὰς βλέπων πρὸς τὸν βορέαν λέγε sitúate mirando al norte y di P XIII 863 στὰς πρὸς τῇ θύρᾳ λέγε τὸν λόγον colócate junto a la puerta y di la fórmula P XII 160 P XII 163 4 part. aor. med.-pas. σταθείς y στήκων c. idéntico valor estar colocado, estar situado el mago ὄπισθεν αὐτοῦ σταθεὶς λέγεις situado detrás de él dices P IV 1230 καὶ ἐγγὺς σταθεὶς τοῦ βόθρου βλέπε πρὸς ἀνατολήν y situado cerca del hoyo, mira hacia el oriente P XII 214 πρωΐας δὲ σταθεὶς κατέναντι του ἡλίου por la mañana temprano ponte frente al sol P XII 282 μέτρησον πεντήκοντα ἐννέα ἐπὶ τρὶς ἀναποδίζων, στήκων ἐπὶ τὸ σημεῖον τῶν ἕξ πηχῶν cuenta cincuenta y nueve pasos tres veces caminando hacia atrás y colócate en la señal de los seis pies P XXXVI 273

Lexicon Thucydideum

statuere, to set up, decide, 1.69.1, 1.132.3, 5.18.10, 5.23.5, 1.30.1. 1.54.1. 1.54.2. 1.54.21.63.3. 1.105.7. 1.105.72.22.2. 2.79.7. 2.82.1. 2.84.4. 2.92.4. 2.92.5. 3.91.5. 3.109.2. 3.112.8. 4.12.1. 4.14.5. 4.25.11. 4.38.4. 4.44.3. 4.56.1. 4.72.4. 4.97.1. 4.101.4. 4.124.4. 4.131.2. 4.134.1. 4.134.2. 5.3.4. 5.10.12. 5.74.2. 6.70.3. 6.94.2. 6.97.5. 6.98.4. 6.100.3. 6.103.1. 7.5.3. 7.23.4. 7.24.1. 7.34.7. 7.34.8. 7.41.4. 7.45.1. 7.54.1. 7.72.1. 8.24.1. 8.25.5. 8.42.5. 8.95.7. 8.106.4.
PASS. statui, to be decided, 6.55.1, 8.24.1,
MED. stare, to stand,
a) proprie, properly 1.89.3, 3.23.2, 3.23.4, 5.10.6,
b) translate, metaphorically 1.33.3, 1.40.4, 1.53.2, 3.11.3, 3.39.2, 4.56.2, [nonnulli codd. several manuscripts ἑστᾶσι]. 5.102.1, 5.104.1, 6.34.7, 7.57.1, 7.61.3,
bene ferri, to thrive, prosper, 5.46.1,
c) de vento constanti, concerning a steady wind 2.97.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἵστηται] 6.104.2,
d) de mense ineunte, concerning the beginning of a month 4.52.1.