ακριτόχειρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκριτόχειρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]].
|mltxt=[[ἀκριτόχειρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκριτόχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -χειρος < χείρ.