ακαμαντορόας: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκαμαντορόας]], ο (Α)<br />[[εκείνος]] που ρέει ακάματα, αδιάκοπα<br />«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκαμαντορόας]], ο (Α)<br />[[εκείνος]] που ρέει ακάματα, αδιάκοπα<br />«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]] -<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ῥέω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + ῥέω].