ακρογένειος: Difference between revisions
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]] «[[πιγούνι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].