Σίμων
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, Simon, one of the Telchines (v. Τελχίν), used prov. of
A a confederate in evil, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμέ Zen.5.41.
II name of a throw of the dice, Eub.57.
Russian (Dvoretsky)
Σίμων: ωνος ὁ Симон (софист, уроженец Афин, ученик Сократа) Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Σίμων: -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Τελχίνων (ἴδε Τελχίν), λέγεται δὲ παροιμιωδῶς ἐπὶ τῶν συνησπισμένων πρὸς κακόν, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμὲ Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ΙΙ. ὄνομα βόλου τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. 6.
English (Strong)
of Hebrew origin (שִׁמְעוֹן); Simon (i.e. Shimon), the name of nine Israelites: Simon. Compare Συμεών.
English (Thayer)
Σίμωνος (Buttmann, 16 (14)), ὁ (שִׁמְעון, 'a hearing', from שָׁמַע, 'to hear'; (there was also a Greek name Σίμων (allied with Σῖμος, i. e. 'flat-nosed'; Fick, Gr. Personennamen, p. 210), but cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Simon at the beginning; Lightfoot on Galatians, p. 266f)), Simon;
1. Peter, the apostle: Πέτρος.
2. the brother of Judas Lebbaeus (cf. under the word Ἰούδας, 8), an apostle, who is called Κανανίτης (so R G, but L T Tr WH Κανιναιος, which see), ζηλωτής, ἀδελφός, 1): Ἰσκαριώτης (see Ἰούδας, 6)): Schenkel, Ewald, Keim, Hug, Bleek (see his Synoptative Erklär. on Luke, the passage cited) to) be the same as Simon the leper, Luke, the passage cited is now commonly thought to be distinct from that narrated by Matt. and Mark the passages cited; cf. Godet or Keil on Luke).
7. a certain tanner, living at Joppa: Simon (`Magus'), the Samaritan sorcerer: Lipsius in Schenkel v., pp. 301-321; (cf. W. Möller in Herzog edition 2, vol. xiv., pp. 246ff; Schaff, Hist. of the Chris. Church, vol. ii (1883) § 121).
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. όνομα ενός από τους Τελχίνες
2. συνεκδ. αυτός που μαζί με άλλους κάνει το κακό («οἶδα Σίμωνα καὶ Σίμων ἐμέ», Ζηνόβ.)
3. ονομασία ριξιάς στο παιχνίδι τών κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται με τη λ. σīμός, αν και το βραχύ -ĭ- του τ. παραμένει δυσερμήνευτο].
(II)
ο, ΝΜΑ
(ο επιλεγόμενος Μάγος) εκπρόσωπος του Γνωστικισμού, μάγος και αιρεσιάρχης τών αποστολικών χρόνων, ο οποίος αποδοκιμάστηκε από τον απόστολο Πέτρο επειδή προσπάθησε να εξαγοράσει με χρήματα τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Chinese
原文音譯:S⋯mwn 西蒙
詞類次數:專有名詞(75)
原文字根:聽
字義溯源:西門;人名,字義:聽見,源自希伯來文(שִׁמְעֹון)=西緬),而 (שִׁמְעֹון)出自(שָׁמַע / שֶׁמַע)=聽見)。新約有九人名西門:
1)西門彼得,49次,( 太4:18)
2)奮銳黨西門,4次,( 太10:4)
3)加略人西門,4次,( 太10:4)
4)行邪術的西門,4次,( 徒8:9)
5)硝皮匠西門,4次,( 徒9:43)
6)法利賽人西門,3次,( 路7:40)
7)古利奈人西門,3次,( 太27:32)
8)長大痲瘋的西門,2次,( 太26:6)
9)耶穌的兄弟西門,2次,( 太13:55)
出現次數:總共(75);太(9);可(11);路(17);約(25);徒(13)
譯字彙編:
1) 西門(68) 太4:18; 太10:2; 太10:4; 太13:55; 太16:16; 太16:17; 太17:25; 太26:6; 太27:32; 可1:16; 可1:16; 可1:29; 可1:30; 可1:36; 可3:16; 可3:18; 可14:3; 可14:37; 可15:21; 路4:38; 路4:38; 路5:4; 路5:5; 路5:8; 路5:10; 路5:10; 路6:14; 路6:15; 路7:40; 路7:43; 路7:44; 路22:31; 路22:31; 路23:26; 約1:40; 約1:41; 約1:42; 約6:8; 約6:68; 約13:6; 約13:9; 約13:24; 約13:36; 約18:10; 約18:15; 約18:25; 約20:2; 約20:6; 約21:2; 約21:3; 約21:7; 約21:11; 約21:15; 約21:15; 約21:16; 約21:17; 徒1:13; 徒8:9; 徒8:13; 徒8:18; 徒8:24; 徒9:43; 徒10:5; 徒10:6; 徒10:17; 徒10:18; 徒10:32; 徒11:13;
2) 西門的(6) 可6:3; 路5:3; 約6:71; 約13:2; 約13:26; 徒10:32;
3) 向西門(1) 路24:34