ακροκόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (το ουδ. ως ουσ. <i>τὰ ἀκροκόρυμβα</i>) τα ακροστόλια τών πλοίων<br /><b>2.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> τα [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]], «το ανώτατο [[σημείο]], η [[κορυφή]], το [[τέλος]]»].
|mltxt=ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (το ουδ. ως ουσ. <i>τὰ ἀκροκόρυμβα</i>) τα ακροστόλια τών πλοίων<br /><b>2.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> τα [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]], «το ανώτατο [[σημείο]], η [[κορυφή]], το [[τέλος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)
1. (το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκροκόρυμβα) τα ακροστόλια τών πλοίων
2. πληθ. αρσ. τα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + κόρυμβος, «το ανώτατο σημείο, η κορυφή, το τέλος»].