άκρα

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἄκρα)
(θηλυκό του επιθέτου άκρος ως ουσιαστικό)
βλ. άκρη.
(II)
τα (Α ἄκρα)
πληθυντικός του άκρο(ν).
(III)
επίρρ. άκρος
λίγο, ελαφρά.