ακρόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀκρόλιθος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για αγάλματα) αυτός που τα [[άκρα]] του [[είναι]] κατασκευασμένα από [[πέτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ακρόλιθος]]<br />ο [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]].
|mltxt=-ο (Α [[ἀκρόλιθος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για αγάλματα) αυτός που τα [[άκρα]] του [[είναι]] κατασκευασμένα από [[πέτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ακρόλιθος]]<br />ο [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκρόλιθος, -ον)
(κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος
ο ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + λίθος.