αλευρόμυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο <b>τεχνολ.</b><br />[[μηχάνημα]] ή [[συγκρότημα]] μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο <b>τεχνολ.</b><br />[[μηχάνημα]] ή [[συγκρότημα]] μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> [[μύλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο τεχνολ.
μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + μύλος.