αλευρόμυλος
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
Greek Monolingual
ο τεχνολ.
μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + μύλος.