αληθουργής: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀληθουργής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀληθουργής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀληθουργής, -ὲς (Α)
αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.