αληθουργής

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

ἀληθουργής, -ὲς (Α)
αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.