ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)
ἀληθουργής, -ὲς (Α)αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.