αμπελόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> (για πτηνά, Έντομα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που ζει στα αμπέλια<br /><b>2.</b> αυτός που αποζεί από τα αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> (για πτηνά, Έντομα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που ζει στα αμπέλια<br /><b>2.</b> αυτός που αποζεί από τα αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. (για πτηνά, Έντομα κ.λπ.) αυτός που ζει στα αμπέλια
2. αυτός που αποζεί από τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + βίος.