αμνησίκακος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].