αμαγείρευτος: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, [[άψητος]], [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, [[άψητος]], [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαγειρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[μαγειρεύω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός
2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις
3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερητ. α- + μαγειρευτός < μαγειρεύω.