μεταλλόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(6_18)
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μέταλλον]] χρυσοῦ, Παύλ. Σιλεντ. εἰς τὰ ἐν Πυθίοις Θερμὰ 44.
|lstext='''μεταλλόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μέταλλον]] χρυσοῦ, Παύλ. Σιλεντ. εἰς τὰ ἐν Πυθίοις Θερμὰ 44.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταλλόχρυσος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει [[μέταλλο]] χρυσού («[[μεταλλόχρυσος]] γαῖα», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλον]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 14 March 2021

German (Pape)

[Seite 149] Gold enthaltend, γαῖα, Paul. Sil. 74, 44.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μέταλλον χρυσοῦ, Παύλ. Σιλεντ. εἰς τὰ ἐν Πυθίοις Θερμὰ 44.

Greek Monolingual

μεταλλόχρυσος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει μέταλλο χρυσού («μεταλλόχρυσος γαῖα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλον + χρυσός.