3,274,873
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔστε]], δωρ. τ. ἕστε (ἐς <span style="color: red;">+</span> τε) (Α)<br />([[μόριο]])<br /><b>1.</b> (ως χρον. σύνδ.) (με οριστ. πρτ. ή αορ. για πράξεις του παρελθόντος, με υποτ. ή ευκτ. αορ. ή ενεστ. <span style="color: red;">+</span> <i>αν</i> για πράξεις του μέλλοντος, με υποτ. ενεστ. ή, [[κατόπιν]] ιστορ. χρόνου, με ευκτική ενεστώτος για πράξεις του παρόντος) έως, έως ότου, [[μέχρι]] του χρόνου [[κατά]] τον οποίον, εφ' όσον, ενώ (α. «παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, [[ἔστε]] ἠνάγκασαν πορεύεσθαι» — κτυπούν τον Σωτηρίδα, [[μέχρι]] να τον αναγκάσουν να πορεύεται, <b>Ξεν.</b><br />β. «περιμένετε, ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἀρήγετ', ἔστ' (ἂν) ἐγὼ μόλω», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐπιμεῑναι ἐκέλευσαν, [[ἔστε]] βουλεύσαιντο», <b>Ξεν.</b><br />ε. «ὑμῑν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῑκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ [[πόλεμος]] ὅδε συνεστήκῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />στ. «ἐδόκει | |mltxt=[[ἔστε]], δωρ. τ. ἕστε (ἐς <span style="color: red;">+</span> τε) (Α)<br />([[μόριο]])<br /><b>1.</b> (ως χρον. σύνδ.) (με οριστ. πρτ. ή αορ. για πράξεις του παρελθόντος, με υποτ. ή ευκτ. αορ. ή ενεστ. <span style="color: red;">+</span> <i>αν</i> για πράξεις του μέλλοντος, με υποτ. ενεστ. ή, [[κατόπιν]] ιστορ. χρόνου, με ευκτική ενεστώτος για πράξεις του παρόντος) έως, έως ότου, [[μέχρι]] του χρόνου [[κατά]] τον οποίον, εφ' όσον, ενώ (α. «παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, [[ἔστε]] ἠνάγκασαν πορεύεσθαι» — κτυπούν τον Σωτηρίδα, [[μέχρι]] να τον αναγκάσουν να πορεύεται, <b>Ξεν.</b><br />β. «περιμένετε, ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἀρήγετ', ἔστ' (ἂν) ἐγὼ μόλω», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐπιμεῑναι ἐκέλευσαν, [[ἔστε]] βουλεύσαιντο», <b>Ξεν.</b><br />ε. «ὑμῑν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῑκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ [[πόλεμος]] ὅδε συνεστήκῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />στ. «ἐδόκει τοῖς στρατηγοῑς βέλτιον [[εἶναι]] τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον [[εἶναι]], ἔστ' ἐν τῇ πολεμίᾳ [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) (για χώρο, [[διάστημα]]) [[μέχρι]], έως («βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι [[ἔστε]] ἐπὶ τὸ [[δάπεδον]]», <b>Ξεν.</b>)<br />β) (για χρόνο) [[μέχρι]] να, έως («[[ἔστε]] ἐπὶ [[κνέφας]]» — [[μέχρι]] να σκοτεινιάσει, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[πρόθεση]]) (για χώρο ή χρόνο) [[μέχρι]] («[[ἔστε]] καὶ τὸν νῡν χρόνον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἔστε]] (δωρ. <i>ἕστε</i>, λοκρ. [[ἔντε]], δελφ. <i>hέντε</i> ή <i>είστε</i>, βοιωτ. <i>έττε</i>) προήλθε από αρχ. <i>έν</i>(<i>σ</i>)-<i>τε</i>. Δηλ. το Α΄ συνθετικό της λέξης [[είναι]] αντιστοίχως οι προθέσεις <i>εν</i> και <i>εις</i>, ενώ το Β΄ συνθετικό παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. [[είναι]] παρεκτεταμένος τ. του <i>εν</i>(<i>σ</i>) αναλογικά [[προς]] το <i>ὅ</i>-<i>τε</i>, ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] συντετμημένος τ. του <i>ες</i> (<i>εν</i>) <i>ό τε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έστιν ότε</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |