σχηματισμός: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σχηματίζω]]<br /><b>1.</b> το να σχηματίζεται [[κάτι]], να προσλαμβάνει [[σχήμα]], να παίρνει ορισμένη [[μορφή]], [[μορφοποίηση]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η με ορισμένο τρόπο [[διάταξη]] τών [[ανδρών]] ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμόρφωση]] («[[σχηματισμός]] ιδέας»)<br /><b>2.</b> [[οργάνωση]], [[συγκρότηση]] («[[σχηματισμός]] τάγματος»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[τμήμα]] που οργανώνεται («σχηματισμοί προσκόπων»)<br /><b>4.</b> [[δημιουργία]], [[παραγωγή]] (α. «[[σχηματισμός]] πληγής» β. «[[σχηματισμός]] χημικής ενώσεως»)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σύνθεση]] (α. «[[σχηματισμός]] λέξεων» β. «[[σχηματισμός]] προτάσεων»)<br />β) ο [[τρόπος]] κλίσης τών κλιτών [[μερών]] του λόγου («[[σχηματισμός]] τών τύπων ενός ρήματος»)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> α) [[μεγάλη]] [[μονάδα]] του στρατού, η οποία διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και περιλαμβάνει μονάδες διαφόρων όπλων και σωμάτων<br />β) [[ομάδα]] αεροπλάνων που προχωρούν σε ορισμένη [[διάταξη]]<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> η σχετική [[θέση]] τών πλοίων του στόλου ή μιας μονάδας του στόλου, την οποία αυτά παίρνουν [[μετά]] από [[σήμα]] της ναυαρχίδας προκειμένου να πλεύσουν ή να εκτελέσουν πολεμική [[αποστολή]] (α. «[[σχηματισμός]] πορείας» β. «[[σχηματισμός]] μάχης»)<br /><b>8.</b> <b>γεωλ.</b> [[θεμελιώδης]] τυπική λιθοστρωματογραφική [[ενότητα]] που αποτελείται από ένα [[σύνολο]] γεωλογικών στρωμάτων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[δικτυωτός]] [[σχηματισμός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[άθροισμα]] κυττάρων με [[ποικιλία]] μεγέθους και σχήματος, τα οποία [[είναι]] κατανεμημένα σε όλο το [[μήκος]] του εγκεφαλικού στελέχους, καταλαμβάνοντας την κεντρική [[μοίρα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πληθυντικὸς [[σχηματισμός]]» — ο [[πληθυντικός]] [[αριθμός]] (Δαμασκ. Αρχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αρνητική σημ.) [[προσποιητός]], [[πλαστός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υποκρισία]]<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται [[κάθε]] [[φορά]] [[κάτι]] (α. «οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοὶ τῆς σελήνης» — δηλ. οι φάσεις της σελήνης, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σχηματισμοὶ τοῡ σώματος» — δηλ. οι στάσεις ή θέσεις, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στη φιλοσ. του Επικούρου) α) το [[σχήμα]], η [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ιδίως]] αμετάβλητου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[άτομο]]<br />β) το ίδιο το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> [[σχήμα]] λόγου<br /><b>6.</b> <b>αστρολ.</b> το να βρίσκεται [[ένας]] [[αστέρας]] σε μια ορισμένη [[θέση]]<br /><b>7.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>8.</b> χορευτικό [[σχήμα]], [[φιγούρα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιητικὸς [[σχηματισμός]]» — ο [[ποιητικός]] [[τρόπος]] έκφρασης <b>Αθήν.</b><br />β) «σχηματισμοὶ προσώπου» — οι διάφορες εκφράσεις του προσώπου (<b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σχηματίζω]]<br /><b>1.</b> το να σχηματίζεται [[κάτι]], να προσλαμβάνει [[σχήμα]], να παίρνει ορισμένη [[μορφή]], [[μορφοποίηση]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η με ορισμένο τρόπο [[διάταξη]] τών [[ανδρών]] ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμόρφωση]] («[[σχηματισμός]] ιδέας»)<br /><b>2.</b> [[οργάνωση]], [[συγκρότηση]] («[[σχηματισμός]] τάγματος»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[τμήμα]] που οργανώνεται («σχηματισμοί προσκόπων»)<br /><b>4.</b> [[δημιουργία]], [[παραγωγή]] (α. «[[σχηματισμός]] πληγής» β. «[[σχηματισμός]] χημικής ενώσεως»)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σύνθεση]] (α. «[[σχηματισμός]] λέξεων» β. «[[σχηματισμός]] προτάσεων»)<br />β) ο [[τρόπος]] κλίσης τών κλιτών [[μερών]] του λόγου («[[σχηματισμός]] τών τύπων ενός ρήματος»)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> α) [[μεγάλη]] [[μονάδα]] του στρατού, η οποία διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και περιλαμβάνει μονάδες διαφόρων όπλων και σωμάτων<br />β) [[ομάδα]] αεροπλάνων που προχωρούν σε ορισμένη [[διάταξη]]<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> η σχετική [[θέση]] τών πλοίων του στόλου ή μιας μονάδας του στόλου, την οποία αυτά παίρνουν [[μετά]] από [[σήμα]] της ναυαρχίδας προκειμένου να πλεύσουν ή να εκτελέσουν πολεμική [[αποστολή]] (α. «[[σχηματισμός]] πορείας» β. «[[σχηματισμός]] μάχης»)<br /><b>8.</b> <b>γεωλ.</b> [[θεμελιώδης]] τυπική λιθοστρωματογραφική [[ενότητα]] που αποτελείται από ένα [[σύνολο]] γεωλογικών στρωμάτων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[δικτυωτός]] [[σχηματισμός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[άθροισμα]] κυττάρων με [[ποικιλία]] μεγέθους και σχήματος, τα οποία [[είναι]] κατανεμημένα σε όλο το [[μήκος]] του εγκεφαλικού στελέχους, καταλαμβάνοντας την κεντρική [[μοίρα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πληθυντικὸς [[σχηματισμός]]» — ο [[πληθυντικός]] [[αριθμός]] (Δαμασκ. Αρχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αρνητική σημ.) [[προσποιητός]], [[πλαστός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υποκρισία]]<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται [[κάθε]] [[φορά]] [[κάτι]] (α. «οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοὶ τῆς σελήνης» — δηλ. οι φάσεις της σελήνης, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σχηματισμοὶ τοῦ σώματος» — δηλ. οι στάσεις ή θέσεις, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στη φιλοσ. του Επικούρου) α) το [[σχήμα]], η [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ιδίως]] αμετάβλητου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[άτομο]]<br />β) το ίδιο το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> [[σχήμα]] λόγου<br /><b>6.</b> <b>αστρολ.</b> το να βρίσκεται [[ένας]] [[αστέρας]] σε μια ορισμένη [[θέση]]<br /><b>7.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>8.</b> χορευτικό [[σχήμα]], [[φιγούρα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιητικὸς [[σχηματισμός]]» — ο [[ποιητικός]] [[τρόπος]] έκφρασης <b>Αθήν.</b><br />β) «σχηματισμοὶ προσώπου» — οι διάφορες εκφράσεις του προσώπου (<b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm