σχηματισμός
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
English (LSJ)
ὁ,
A configuration, οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοί [τῆς σελήνης] Arist.Cael.297b26, cf. Gem.9.11, Ptol.Tetr.1, Porph. ap. Eus.PE3.11; τοῦ στόματος Arist.Aud.800a23, cf. Phld.Mus.p.73 K.; τῆς φλογός Thphr.Ign.54.
2 bearing, attitude, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχηματισμόν Pl.R.425b, cf. Zeno Stoic.1.58 (pl.), Hipparch.1.4.10, Plu.Dem.9, Num.8, Dio13; σχηματισμοὶ προσώπου expressions assumed by . ., D.H.Dem.54; τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Plu.2.1047a.
3 in bad sense, assumption of manner, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ . . ἐμπιπλάμενος Pl.R.494d: generally, assumption of what does not belong to one, pretence, Plu.Nic.3, Arat.49.
II σχῆμα, shape, even of something immutable, as an atom, Epicur.Ep.1p.15U. (pl.), al.
2 the atom itself, ὁ πυρὸς ἀποτελεστικὸς σχηματισμὸς ἐξολισθαίνων ἀστραπὴν γεννᾷ Id.Ep.2p.45, cf. p.46 U.
3 in Tactics, formation, Ascl.Tact.12.1 (pl.).
III in language, ὁ ποιητικὸς σχηματισμός the poetical formation (πελειάς = Πλειάς), Ath.11.490d; πληθυντικὸς σχηματισμός a plural form, Dam.Pr.337.
2 figure in a dance, Plot.4.4.33.
German (Pape)
[Seite 1055] ὁ, Gestalt, Haltung, Gebehrde; σώματος, Plat. Rep. IV, 425 b; προσώπου, D. Hal. de vi Dem. 54; das Annehmen einer Gestalt, Haltung, Prunken, καὶ φρόνημα κενόν, Plat. Rep. IV, 494 d; αὐλῆς, Plat. Dio 13; dah. auch Verstellung, Plut. Num. 8, oft, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. action de façonner, de composer (son visage, etc.);
II. extérieur, air, forme, figure ; particul. :
1 air hautain, orgueil;
2 appareil imposant, faste;
3 feinte, dissimulation, apparence.
Étymologie: σχηματίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχημᾰτισμός -ου, ὁ [σχηματίζω] houding, gedrag:. ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχηματισμόν de gehele lichaamshouding Plat. Resp. 425b. overdreven gedrag, aanstellerij, dikdoenerij:. οὐδενὸς ἐδεῖτο σχηματισμοῦ πρὸς τὸν ὄχλον hij had geen dikdoenerij nodig tegenover het volk Plut. Nic. 3.1.
Russian (Dvoretsky)
σχημᾰτισμός: ὁ
1 очертания, форма (τῆς σελήνης Arst.);
2 убранство (αὐλῆς Plut.);
3 положение, осанка (τοῦ σώματος Plat.);
4 выражение, мимика (τοῦ προσώπου Plut.);
5 жестикуляция (τῶν χειρῶν Plut.);
6 пышность, великолепие (ὁ ὄγκος καὶ σ. Plut.);
7 важничание, чванство (πρὸς τὸν ὄχλον Plut.): σ. καὶ φρόνημα κενόν Plat. высокомерие и пустая самонадеянность.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σχηματίζω
1. το να σχηματίζεται κάτι, να προσλαμβάνει σχήμα, να παίρνει ορισμένη μορφή, μορφοποίηση
2. στρ. η με ορισμένο τρόπο διάταξη τών ανδρών ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων
νεοελλ.
1. διαμόρφωση («σχηματισμός ιδέας»)
2. οργάνωση, συγκρότηση («σχηματισμός τάγματος»)
3. (κατ' επέκτ.) το τμήμα που οργανώνεται («σχηματισμοί προσκόπων»)
4. δημιουργία, παραγωγή (α. «σχηματισμός πληγής» β. «σχηματισμός χημικής ενώσεως»)
5. γραμμ. α) σύνθεση (α. «σχηματισμός λέξεων» β. «σχηματισμός προτάσεων»)
β) ο τρόπος κλίσης τών κλιτών μερών του λόγου («σχηματισμός τών τύπων ενός ρήματος»)
6. στρ. α) μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και περιλαμβάνει μονάδες διαφόρων όπλων και σωμάτων
β) ομάδα αεροπλάνων που προχωρούν σε ορισμένη διάταξη
7. ναυτ. η σχετική θέση τών πλοίων του στόλου ή μιας μονάδας του στόλου, την οποία αυτά παίρνουν μετά από σήμα της ναυαρχίδας προκειμένου να πλεύσουν ή να εκτελέσουν πολεμική αποστολή (α. «σχηματισμός πορείας» β. «σχηματισμός μάχης»)
8. γεωλ. θεμελιώδης τυπική λιθοστρωματογραφική ενότητα που αποτελείται από ένα σύνολο γεωλογικών στρωμάτων
9. φρ. «δικτυωτός σχηματισμός»
ανατ. άθροισμα κυττάρων με ποικιλία μεγέθους και σχήματος, τα οποία είναι κατανεμημένα σε όλο το μήκος του εγκεφαλικού στελέχους, καταλαμβάνοντας την κεντρική μοίρα του
μσν.-αρχ.
φρ. «πληθυντικὸς σχηματισμός» — ο πληθυντικός αριθμός (Δαμασκ. Αρχ.)
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) προσποιητός, πλαστός τρόπος
2. (γενικά) υποκρισία
3. η μορφή με την οποία εμφανίζεται κάθε φορά κάτι (α. «οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοὶ τῆς σελήνης» — δηλ. οι φάσεις της σελήνης, Αριστοτ.
β. «σχηματισμοὶ τοῦ σώματος» — δηλ. οι στάσεις ή θέσεις, Αριστοτ.)
4. (στη φιλοσ. του Επικούρου) α) το σχήμα, η μορφή ενός πράγματος, ιδίως αμετάβλητου, όπως είναι λ.χ. το άτομο
β) το ίδιο το άτομο
5. σχήμα λόγου
6. αστρολ. το να βρίσκεται ένας αστέρας σε μια ορισμένη θέση
7. τρόπος κόμμωσης
8. χορευτικό σχήμα, φιγούρα
9. φρ. α) «ποιητικὸς σχηματισμός» — ο ποιητικός τρόπος έκφρασης Αθήν.
β) «σχηματισμοὶ προσώπου» — οι διάφορες εκφράσεις του προσώπου (Πλούτ.).
Greek Monotonic
σχημᾰτισμός: ὁ,
1. το να λαμβάνει κάποιος ή κάτι μια συγκεκριμένη μορφή ή σχήμα ή να παρουσιάζεται με ποικίλες εκφράσεις στο πρόσωπό του· τρόπος συμπεριφοράς, φέρσιμο, σε Πλάτ.
2. με αρνητική σημασία, επιτηδευμένη υιοθέτηση μιας έκφρασης ή συμπεριφοράς, προσποίηση, υπόκριση, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτισμός: ὁ, τὸ λαμβάνειν σχῆμά τι ἢ μορφήν, ὅλον τὸν τοῦ σώματος σχ. Πλάτ. Πολ. 425Β. πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 10, Νουμ. 8, Δίωνα 13· σχηματισμοὶ προσώπου, αἱ ποικίλαι ἐκφράσεις αὐτοῦ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Πλούτ. 2. 1017Α. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, τρόπος προσπεποιημένος, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ... ἐμπιπλάμενος Πλάτ. Πολ. 494D· ― καθόλου, μίμησις ἐκείνου ὅπερ δὲ ἔχει τις, προσποίησις, ὑπόκρισις, Πλουτ. Νικ. 3, Ἄρατ. 49, κλπ. ΙΙ. σχετικὴ θέσις ἢ ἄποψις, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 17· τοῦ στόματος ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 4· ἐπὶ γλώσσης ὁ ποιητικὸς σχ. Ἀθην. 490D.
Middle Liddell
σχημᾰτισμός, οῦ, ὁ,
1. the assumption of a certain form or appearance, deportment, Plat.
2. in bad sense, assumption of manner, pretence, Plat.