εμπυούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(11)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐμπυοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />μεταβάλλομαι σε [[πύον]], διαπυούμαι, [[ομπυάζω]].
|mltxt=ἐμπυοῦμαι (-όομαι) (Α)<br />μεταβάλλομαι σε [[πύον]], διαπυούμαι, [[ομπυάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐμπυοῦμαι (-όομαι) (Α)
μεταβάλλομαι σε πύον, διαπυούμαι, ομπυάζω.