πύον

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύον Medium diacritics: πύον Low diacritics: πύον Capitals: ΠΥΟΝ
Transliteration A: pýon Transliteration B: pyon Transliteration C: pyon Beta Code: pu/on

English (LSJ)

[ῠ], τό,
A discharge from a sore, matter, Hp.Aph.2.47, Arist. GA777a11, etc.: pl. πύα Hp.Int.2, Aret.SD1.10, etc.: also πύος, εος, τό, Hp.Morb.1.15, al., IG42(1).122.55,58 (Epid., iv B.C.), Aret. SA2.1; cf. πύον τὸ ἔμπυον τὸ καὶ πύος Hdn.Gr.1.376 codd. Arc.
II = πυός, Emp.68.

French (Bailly abrégé)

ou πῦον, ου (τό) :
pus.
Étymologie: R. Που, pourrir ; cf. πύθω, lat. puteo.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύον -ου, τό [~ πύθω] ook geaccentueerd als πῦον, pus, etter.

German (Pape)

s. πῦος.

Russian (Dvoretsky)

πύον: или πῦον τό
1 гной Arst.;
2 молозиво Emped. ap. Arst.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και πύος Α
υγρό, αδιαφανές, φλεγμονώδες εξίδρωμα, πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από φαγοκυττάρωση στην εστία μιας φλεγμονής
αρχ.
πυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύθω].

Greek (Liddell-Scott)

πύον: τό, (ἴδε πύθω) ὕλη ἥτις ἐκρέει ἐξ ἕλκους, κοινῶς «ἔμπυον», Λατ. Pus, Ἐμπεδ. 336, Ἱππ. Ἀφ. 1246, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 14, κτλ.· - πληθυν. πύα, Ἱππ. 532. 51, κτλ.· ὡσαύτως, πύος, εος, τό, ὁ αὐτ. 451. 13., 454. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1. [ῠ, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ., Ἀρκάδ. 121. 20].

Frisk Etymological English

1. -ος
Meaning: pus
See also: s. πύθομαι.

Frisk Etymology German

πύον: 1. -ος
{púon}
Meaning: Eiter
See also: s. πύθομαι.
Page 2,626

Mantoulidis Etymological

τό (=τό πύον πού τρέχει ἀπό μιά πληγή). Ἀπό τό ρῆμα πύθω (=σαπίζω), (ρίζα πυ-).