ιούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰοῡμαι, -όομαι (Α) [<i>ιός</i> (ΙV)]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σκουριάζω]], [[πιάνω]] [[σκουριά]] ή [[είμαι]] σκουριασμένος<br /><b>2.</b> (το ενεργ. μτβτ.) <i>ἰῶ</i>, -<i>όω</i><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σκουριασμένο, [[σκουριάζω]] [[κάτι]], [[δημιουργώ]] [[σκουριά]] σε [[κάτι]].
|mltxt=ἰοῦμαι, -όομαι (Α) [<i>ιός</i> (ΙV)]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σκουριάζω]], [[πιάνω]] [[σκουριά]] ή [[είμαι]] σκουριασμένος<br /><b>2.</b> (το ενεργ. μτβτ.) <i>ἰῶ</i>, -<i>όω</i><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σκουριασμένο, [[σκουριάζω]] [[κάτι]], [[δημιουργώ]] [[σκουριά]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἰοῦμαι, -όομαι (Α) [ιός (ΙV)]
1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος
2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, -όω
καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι.