σκουριάζω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
Ν
1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα»)
2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι
3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες»
μτφ. παμπάλαιες ιδέες, συντηρητικές, απηρχαιωμένες αντιλήψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωριάζω < σκωρία. Το -ου- του τ. κατ' επίδραση του σκουριά].