οξυθυμώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source
(29)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀξυθυμῶ, -έω (Α) [[οξύθυμος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οξύθυμος]], οργίζομαι εύκολα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀξυθυμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κυριεύομαι από σφοδρή [[οργή]], εξοργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ, χολώνομαι.
|mltxt=ὀξυθυμῶ, -έω (Α) [[οξύθυμος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οξύθυμος]], οργίζομαι εύκολα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀξυθυμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κυριεύομαι από σφοδρή [[οργή]], εξοργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ, χολώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὀξυθυμῶ, -έω (Α) οξύθυμος
1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα
2. παθ. ὀξυθυμοῦμαι, -έομαι
κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι.