οργή

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀργή)
έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση
νεοελλ.
φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» — συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ
β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία
γ) «φωνή λαού, οργή θεού» — όταν ο λαός εξεγείρεται η δύναμή του είναι ακατανίκητη
δ) «στην οργή του θεού» ή «άντε στην οργή» — λέγεται ως κατάρα
ε) «να πάρει η οργή» — λέγεται ως έκφραση αγανάκτησης
αρχ.
1. φυσική τάση ή διάθεση
2. ήθος, χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία («ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι», Αισχύλ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) ὀργῇ
με θυμό, οργισμένα
4. φρ. α) «ἐπιφέρω ὀργάς τινι» — προσαρμόζω τη διάθεση μου στη διάθεση κάποιου
β) «ἀνίημι τῆς ὀργῆς» ή «ὀργὴν χαλῶ» — μετριάζω τον θυμό μου, ηρεμώ
γ) «ὀργὴν κατέχω» ή «ὀργῆς κρατῶ» — συγκρατώ τον θυμό μου
δ) «ὀργῆς τυγχάνω» — γίνομαι δεκτός με αγανάκτηση
ε) «Πανὸς ὀργαί» — αιφνίδιος φόβος τον οποίο διεγείρει η οργή του Πανός στα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει αναχθεί σε ΙΕ ρίζα werg- / worg- «φουσκώνω από οργή, δύναμη» και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. ūrjā «τροφή, σθένος, ανδρεία». Η εξέλιξη στη σημ. του ὀργή από «φυσική διάθεση, ιδιοσυγκρασία» σε «βίαιη συμπεριφορά, θυμός» παρατηρείται και στο αρχ. ιρλδ. ferc «θυμός». Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. ὀργή έχει προέλθει με συγκοπή από τ. ὀρ(ο)γά (< ὀρέγω «εκτείνω, απλώνω» και «επιθυμώ πολύ»). Η λ. ὀργή με αρχική σημ. «φυσική διάθεση, χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία» εξελίχθηκε στη σημ. «βίαιη συμπεριφορά, αγανάκτηση, θυμός» και μ' αυτή τη σημ. χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική. Η χρησιμοποίηση, εξάλλου, της λ. ὀργή στα παράγωγα ὀργῶ και ὀργάς με τις σημ. «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός», αντίστοιχα, με τη σημ. τών εργασιών που εκτελεί ο γεωργός για να βελτιώσει και να αυξήσει την παραγωγικότητα του εδάφους, οδήγησε στην παρετυμολογική σύνδεση της οικογένειας τών ὀργή, ὀργῶ, ὀργάς (πρβλ. και οργώνω) με την οικογένεια τών ἔργο, ἔρδω. Η λ. ὀργή, τέλος, διακρίνεται από τη λ. χόλος που έχει και τη σημ. της πικρίας, της λύπης, της μνησικακίας, η οποία δεν χαρακτηρίζει την ὀργή. Η ὀργή επίσης διαφέρει σημασιολογικά και από τη συνώνυμή της λ. θυμός στο ότι η τελευταία καλύπτει ένα ευρύτερο σημασιολογικό πεδίο από την πρώτη (βλ. λ. θυμός).
ΠΑΡ. οργίζω, οργίλος, οργώ
αρχ.
οργαίνω
νεοελλ.
όργητα, οργώνω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. άνοργος, δύσοργος, εύοργος, νέοργος, περιοργής, φιλοργής.