θρονούμαι: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θρονοῡμαι, -όομαι (Α) [[θρόνος]]<br />εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.
|mltxt=θρονοῦμαι, -όομαι (Α) [[θρόνος]]<br />εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

θρονοῦμαι, -όομαι (Α) θρόνος
εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.