θρόνος
English (LSJ)
ὁ,
A seat, chair, Od.1.145, Ath.5.192e, PMasp.6 ii 63 (vi A.D.), etc.
2 throne, chair of state, θρόνος βασιλήϊος Hdt.1.14, cf. X. HG1.5.3, etc.; Ζηνὸς ἐπὶ θρόνον Theoc.7.93: metaph., Pl.R.553c: pl., ἐν θρόνοις ἥμενοι A.Ch.975; ἐκ τυραννίδος θρόνων τ' ἄϊστον ἐκβαλεῖν Id.Pr.910; Διὸς θρόνοι S.Ant.1041, cf. Ar.Av.1732; king's estate or dignity, σκῆπτρα καὶ θρόνους S.OC425, cf.448; [γῆς] κράτη τε καὶ θρόνους νέμω Id.OT237, cf. Ant.166, etc.; in the Prytaneum, τῷ [Ἀπόλλωνι] θ. ἐξελεῖν IG12.78.
3 oracular seat of Apollo, E.IT1254, 1282 (both lyr.); μαντικοὶ θρόνοι A.Eu.616, etc.
4 chair of a teacher, Pl. Prt.315c, Philostr.VS2.2, Lib.Ep.819, AP9.174 (Pall.).
5 judge's bench, Plu.2.807b, Him.Ecl.10.9, 13.16.
6 Astrol.,= ὕψωμα (exaltation), PMich. in Class.Phil.22.22(pl.).
b favourable combination of planetary positions, Ptol.Tetr.51.
II a kind of bread, Neanth.1 J.
III name of a lozenge, Paul.Aeg.3.42,7.12.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ (θρα, vgl. θρᾶνος, θρῆνυς), Sessel, nach Ath. V, 192 e ἐλευθέριος καθέδρα σὺν ὑποποδίῳ; bei Hom. ein Stuhl, an dem ein Schemel für die Füße, θρῆνυς, befestigt ist; nicht verschieden von κλισμός, vgl. Iliad. 24, 515 mit vs. 597; Odyss. 1, 145 ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, Homerische Parallelie, dasselbe zweimal gesagt mit verschiedenen Worten. – Der Sitz der Götter, παρὰ Διὸς θρόνοις Aesch. Eum. 220; Soph. Ant. 1028; bei Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον θάσσει, O. R. 161, kann auch der Tempel gedacht werden; Πλούτωνος Ar. Ran. 769; Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 621 a, an Richterstuhl zu denken; Ἀπόλλωνος θρόνοι Pind. Ol. 14, 11. – Bei den Tragg. im plur. Herrschaft, wie wir "Thron" gebrauchen, ἐν θρόνοις ἧσθαι Aesch. Ch. 969, wie 565; ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν Prom. 912; μονόσκηπτροι Suppl. 369; σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχειν, κραίνειν, Soph. O. C. 426. 449; θρόνων δεσπόζειν Tr. 362. – Auch μαντικοὶ θρόνοι, Aesch. Eum. 586, vom Orakel, wie ἀψευδὴς θρ. Eur. I. T. 1221. Vom Königsthrone, Xen. öfter im sing.; Sp. von der Rednerbühne u. Ähnlichem. – Übertr., wie bei uns, θάρσος εὐπιθὲς ἵζει φρενὸς θρόνον Aesch. Ag. 956; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat. Rep. VIII, 553 b. – Bei Ath. III, 111 d Name eines Brotes.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de haut fauteuil;
2 trône pour les rois ou les dieux ; fonction ou dignité royale;
3 siège de la Pythie ou du dieu qui rend les oracles;
4 siège de juge.
Étymologie: R. Θρα, être assis ; cf. θρῆνυς, *θράω.
Russian (Dvoretsky)
θρόνος: ὁ
1 высокое сидение, седалище, кресло (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2 тж. pl. трон, престол (βασιλήϊος Her.; Διὸς Aesch.; τοῦ Πλούτωνος Arph.): Ἄρτεμις, ἃ θρόνον εὐκλέα θάσσει Soph. Артемида, которая восседает на славном престоле;
3 перен., преимущ. pl. престол, царская власть; θρόνοι μονόσκηπτροι Aesch. самодержавная власть; κράτη θρόνων Soph. царские повеления; (ἡ γῆ), ἧς ἐγὼ κράτη τε καὶ θρόνους νέμω Soph. страна, полная власть над которой принадлежит мне;
4 (тж. μαντικοὶ θρόνοι Aesch.) седалище прорицателя (ἀψευδής Eur.);
5 кресло учителя, кафедра (Ἱππίας ὁ Ἠλεῖος, ὁ ἐν θρόνῳ καθήμενος Plat.);
6 судейское кресло Plut.;
7 местопребывание, средоточие (ὁ θ. ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat.; φρενὸς θ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θρόνος: ὁ, (θράω), κάθισμα, ἕδρα, συχν. παρ’ Ὁμ. ὡς κάθισμα καὶ ἐπὶ θεῶν καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων· οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτοῦ εἶχον καὶ ὑποπόδιον (θρῆνυν), πρβλ. Ἀθήν. 192Ε· συχνάκις ἐκοσμεῖτο διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου χρύσεος, ἀργυρόηλος, ὡσαύτως ἥπλωνον ἐπ’ αὐτῶν τάπητας, χλαίνας, ῥήγεα, κώεα· πρβλ. ἵζω, κτλ. 3) βραδύτερον, θρόνος ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς σημασίᾳ, ἕδρα ἀξιώματος, ἀρχῆς, βασιλείας, θρ. βασιλήιος Ἡρόδ. 1. 14· καὶ μόνον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 3, κτλ.· Ζανὸς ἐπὶ θρόνον Θεόκρ. 7. 93· ἐν τῷ πληθ., θρόνοις ἦσθαι Αἰσχύλ. Χο. 975· ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 910· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1041, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732. - ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, ἡ βασιλεία, ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνοις ἔχει Σοφ. Ο. Κ. 425, 448· γῆς κράτη τε καὶ θρόνους νέμω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 237, πρβλ. Ἀντ. 166, κτλ. 3) τὸ μαντικὸν κάθισμα τοῦ Ἀπόλλονως ἢ τῆς Πυθίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1251, 1282· μαντικοὶ θρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 616, κτλ. 4) ἡ ἕδρα διδασκάλου, Λατ. cathedra, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Ἀνθ. Π. 9. 174, κτλ. 5) δικαστικὴ ἕδρα, Πλούτ. 2. 807Β. 6) ἕδρα ἐπισκ., Ἐκκλ. ΙΙ. εἶδος ἄρτου, Νεάνθ. παρ’ Ἀθην. 111D.
English (Autenrieth)
arm-chair, with high back and foot-stool; cushions were laid upon the seat, and over both seat and back rugs were spread. (See cut, under ἄμπυξ. Cf. also Nos. 105, 106, where two chairs, from Assyrian and Greek originals, are represented.)
English (Slater)
θρόνος throne πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.77) χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. Χάριτες) (O. 14.11) “σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.152)
Spanish
English (Strong)
from thrao (to sit); a stately seat ("throne"); by implication, power or (concretely) a potentate: seat, throne.
English (Thayer)
θρόνου, ὁ (ΘΡΑΩ to sit; cf. Curtius, § 316) (from Homer down), the Sept. for כִּסֵּא, a throne, seat, i. e. a chair of state having a footstool; assigned in the N.T. to kings, hence, by metonymy, for kingly power, royalty: Judges, equivalent to tribunal or bench (Plutarch, Mark, p. 807b.): θηρίον): θρόνος is used by metonymy, of one who holds dominion or exercises authority; thus in plural of angels: Lightfoot at the passage).
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θρόνος)
1. πολυτελές κάθισμα με βραχίονες, με υποπόδιο και με ερεισίνωτο, για ανώτατους άρχοντες, βασιλείς, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς ή άλλους αξιωματούχους (α. «ο θρόνος του Διός» β. «βασιλικός θρόνος» γ. «πατριαρχικός θρόνος»)
2. μτφ. α) η βασιλεία, η ηγεμονία, η δυναστεία
β) ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας («διάγγελμα του θρόνου»)
γ) το αξίωμα και η περιφέρεια πατριάρχη ή επισκόπου
3. (αλληγορικά) η βασιλεία του θεού στον κόσμο
4. στον πληθ. οἱ θρόνοι
εκκλ. τάξη αγγέλων που ανήκουν μετά τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στην πρώτη ιεραρχία
μσν.
1. έδρα της βασιλικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, πρωτεύουσα
2. βασίλειο, κράτος
3. ονομασία ρόμβου
αρχ.
1. το μαντικό κάθισμα του Απόλλωνος ή της Πυθίας
2. έδρα δασκάλου
3. (εκκλ. για τον Σατανά) κυριαρχία, κράτος
4. άνοδος αστέρα στον ορίζοντα
5. ευοίνωνος συνδυασμός πλανητικών θέσεων
5. ονομασία είδους ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρόνος εμφανίζει το ίδιο επίθημα -όνος με τα κλ-όνος, χρ-όνος κ.ά. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dher- «υποβαστάζω, φέρω», που απαντά στον αρχ. ινδ. παρακμ. dadhāra (ελλ. τέθορα). Πρβλ. επίσης και εν-θρ-είν
φυλάσσειν (Ησύχ.). Η λ. θρόνος στον Όμηρο σήμαινε «ψηλό κάθισμα πλούσια διακοσμημένο» που προοριζόταν για τους θεούς ή τους άρχοντες (έτσι χρησιμοποιήθηκε ως δάνειο και σε ορισμένες νεώτερες ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. throne, γαλλ. trone). Τη σημ. αυτή διατήρησε μέχρι σήμερα, ενώ η υποκοριστική σημ. της λ. αποδίδεται στην Αρχαία με τη λ. θρανίον, η οποία όμως βαθμηδόν αποσυνδέθηκε από το θρόνος και προσέλαβε στη Νέα Ελληνική τη σημ. του απλού καθίσματος και την ειδικότερη του καθίσματος τών μαθητών.
ΠΑΡ. θρονίζω
αρχ.
θρόνιον, θρονούμαι
μσν.- νεοελλ.
θρονί(ον), θρονιάζω, θρονίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θρονοποιός. (Β' συνθετικό) ομόθρονος, πρωτόθρονος, σύνθρονος
αρχ.
αγλαόθρονος, αργυρόθρονος, αρχίθρονος, δίθρονος, εύθρονος, λιπαρόθρονος, ποικιλόθρονος, τρίθρονος, υψίθρονος, χρυσόθρονος.
(II)
θρόνος, τὸ (Μ)
(φρ)
«τοῦ οὐρανοῦ τὰ θρόνη» — ο παράδεισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος, ο, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
θρόνος: ὁ (*θράω),
1. κάθισμα, καρέκλα, σε Όμηρ.· θρόνος, κάθισμα εξουσίας, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. επίσης, ο θρόνος, δηλ. το αξίωμα του βασιλιά, η βασιλεία, σε Σοφ.
2. το μαντικό αξίωμα του Απόλλωνα και της Πυθίας, σε Αισχύλ., κ.λπ.
3. η έδρα του δασκάλου, Λατ. cathedra, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: throne, seat, also chair of state, judge's seat.
Dialectal forms: Myc. tono, toronowoko
Compounds: Compp., e. g. χρυσό-θρονος with golden throne (Il.)
Derivatives: Diminutives θρονίς f. (Them.), θρόνιον (EM, Ptol.); further θρονίτης (cod. -τις) πρώτιστος H. (cf. Redard Les noms grecs en -της 24); θρονιτικός throne-like (Sidyma); denomin. verb θρονίζομαι be placed on the throne (LXX) with θρονιστής enthroner (liter. pap.), θρονισμός enthronisation (D. Chr. ); also θρόνωσις id. (Pl. Euthd. 277d; as Rite of the Corybantes) as if from *θρονόομαι; cf. Chantraine Formation 279; on the facts v. Wilamowitz Glaube 2, 187.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κλ-όνος (from κέλομαι(?); cf. also χρόνος and Κρόνος), from a verb hold, support, bear, seen e. g. in Skt. perf. dādhā́ra (would be Gr. *τέ-θορ-α), in the athem. root aor. dhr̥-thās (2. sg.), perhaps also in ἐν-θρ-εῖν φυλάσσειν H. (s. θρησκεύω); θρόνος would then be prop. "supporter, bearer". Greek relatives are: θόρναξ ὑποποδιον. Κύπριοι. η ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῃ̃ Λακωνικῃ̃ H., prob. for *θρόναξ through metathesis and so directly derived from θρόνος. Forms with θρα- are too far away: θρή-σασθαι with θρᾶ-νος (s. v.), θρῆ-νυς; θρά-σκω with θρησκεύω (s. v.); there is no indication that they have enything to do with θρόνος. - Representatives in other languages, e. g. Lat. ferē, frētus, firmus, Skt. caus. dhāráyati, dhárma- right, custom, dháraṇa- holding, give nothing new for Greek. More forms Pok. 252f., W.-Hofmann s. firmus, ferē, Mayrhofer s. dhāráyati. - However, Greek has no forms in -ον-ος, only -ων, -ων-ος and -ων, -ον-ος (Chantr. Form. 159ff); there is no certain instance of IE -ον-ος (as opposed to roots with o-vocalism, like βρόμ-ος); on the other hand most Greek words in -ον-ος are suspected to be of Pre-Greek origin; also there is no word for chair derived from the root *dher- (Pok. 252f, nor is there any Greek substantive which is certainly derived from this root (Pok. 252). So we can be rather certain that this word is Pre-Greek.
Middle Liddell
θρόνος, ὁ, [*θράω
1. a seat, chair, Hom.: a throne, chair of state, Hdt., Attic:—in pl. also, the throne, i. e. the king's estate or dignity, Soph.
2. the oracular seat of Apollo or the Pythia, Aesch., etc.
3. the chair of a teacher, Lat. cathedra, Plat.
Frisk Etymology German
θρόνος: {thrónos}
Grammar: m.
Meaning: Sessel, Sitz, auch Herrschersitz, Thron, Richterstuhl, richterliche Gewalt.
Composita: Kompp., z. B. χρυσόθρονος mit goldenem Thron (seit Il.), wenn nicht eher zu θρόνα, s. d.
Derivative: Davon die Deminutiva θρονίς f. (Them.), θρόνιον (EM, Ptol.); ferner θρονίτης (cod. -τις)· πρώτιστος H. (vgl. Redard Les noms grecs en -της 24); θρονιτικός thronähnlich (Sidyma); denominatives Verb θρονίζομαι auf den Thron erhoben werden (LXX u. a.) mit θρονιστής Thronerheber (liter. Pap.), θρονισμός Thronerhebung (D. Chr. u. a.); auch θρόνωσις ib. (Pl. Euthd. 277d; als Ritus der Korybanten) wie von *θρονόομαι; vgl. Chantraine Formation 279; zur Sache v. Wilamowitz Glaube 2, 187.
Etymology: Bildung wie κλόνος (von κέλομαι; vgl. auch χρόνος und Κρόνος), u. zw. von einem Verb halten, stützen, tragen, das u. a. im aind. Perf. dā̆dhā́ra (wäre gr. *τέθορα), in dem athem. Wurzelaor. dhr̥-thās (2. sg.), vielleicht auch in ἐνθρεῖν· φυλάσσειν H. (s. θρησκεύω) vorliegt; θρόνος somit eig. "Halter, Stütze, Träger". Andere griechische Verwandte sind: θόρναξ· ὑποπόδιον. Κύπριοι. ἢ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῇ Λακωνικῇ H., wohl für *θρόναξ durch Metathese und dann direkt aus θρόνος abgeleitet; θρήσασθαι mit θρᾶνος (s. d.), θρῆνυς; θράσκω mit θρησκεύω (s. d.); s. noch zu -θέλυμνος. — Die zahlreichen Vertreter dieser Wortsippe in anderen Sprachen, z. B. lat. ferē, frētus, firmus (auch frēnum?), aind. Kaus. dhāráyati, dhárma- Recht, Sitte, dháraṇa- haltend, tragen zur Erklärung der aus dem alten Verbsystem losgelösten griech. Wörter nichts bei. Weitere Formen mit reicher Lit. bei WP. 1, 856ff., Pok. 252f., W.-Hofmann s. firmus, ferē, Mayrhofer s. dhāráyati.
Page 1,686-687
Chinese
原文音譯:qrÒnoj 特羅挪士
詞類次數:名詞(61)
原文字根:寶座 相當於: (כִּסֵּא / כִּסֵּה / כֵּסְיָהּ)
字義溯源:有威嚴的座位,寶座,座位,位,主權;源自(θραύω / θραυματίζω)X*=坐)。寶座這字大部用在啓示錄(40餘次),說到神的寶座,基督的寶座
出現次數:總共(62);太(5);路(3);徒(2);西(1);來(4);啓(47)
譯字彙編:
1) 寶座(54) 太19:28; 太19:28; 太23:22; 太25:31; 路1:32; 路22:30; 徒2:30; 來1:8; 來4:16; 來8:1; 來12:2; 啓1:4; 啓3:21; 啓3:21; 啓4:2; 啓4:3; 啓4:4; 啓4:4; 啓4:4; 啓4:5; 啓4:5; 啓4:6; 啓4:6; 啓4:6; 啓4:9; 啓4:10; 啓4:10; 啓5:1; 啓5:6; 啓5:7; 啓5:11; 啓5:13; 啓6:16; 啓7:9; 啓7:10; 啓7:11; 啓7:11; 啓7:15; 啓7:15; 啓7:17; 啓8:3; 啓11:16; 啓12:5; 啓13:2; 啓14:3; 啓16:10; 啓16:17; 啓19:4; 啓19:5; 啓20:12; 啓21:3; 啓21:5; 啓22:1; 啓22:3;
2) 座位(4) 太5:34; 路1:52; 徒7:49; 啓2:13;
3) 一個⋯寶座(1) 啓20:11;
4) 幾個寶座(1) 啓20:4;
5) 有寶座的(1) 西1:16;
6) 一個寶座(1) 啓4:2
English (Woodhouse)
government, power, throne, chair of state, seat of state
Mantoulidis Etymological
(=κάθισμα, ἕδρα). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τοῦ θράω, ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη θρᾶνος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ 1 trono στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων cubre un trono y un sillón con telas de lino P I 332 ἔστω δὲ ὁ θρόνος καθαρὸς καὶ ἐπάνω σινδόνιον καὶ ὑποκάτω ὑποπόδιον que el trono esté purificado, que haya encima un lienzo y debajo un escabel P II 161 ἐπίγραφε δὲ εἰς τὸν θρόνον, εἰς τὰ ὑποκάτω graba en el trono, en la parte de abajo P II 163 2 sent. fig. trono de la divinidad εἰσερχέσθω ὁ θ. τοῦ θεοῦ que entre el trono del dios P V 32 P V 35 P V 38 ἐξορκίζω σε ... ἐπὶ χερουβὶν καθήμενον, βαστάζοντα τὸν θρόνον τὸν ἴδιον te conjuro a ti, el que se sienta sobre el querubín, sosteniendo su propio trono P VII 265 χώρει, κύριε, εἰς τὸν ἴδιον κόσμον καὶ εἰς τοὺς ἰδίους θρόνους vete, señor, a tu propio mundo, a tus propios tronos P V 43 P VII 334 ἐπικαλοῦμαί σε, ..., ὃν προσκυνεῖ ἥλιος καὶ σελήνη, οὗ ἐστιν ὁ οὐρανὸς θ. te invoco a ti, ante quien se inclinan el sol y la luna, cuyo trono es el cielo P LXXVII 12 3 plu. Tronos uno de los nueve coros angélicos ἐξορκίζω ὑμᾶς κατὰ τῶν ἑπτὰ θρόνων os conjuro por los siete Tronos SM 45 40
Translations
throne
Albanian: fron; Arabic: عَرْش, كُرْسِيّ, تَخْت, سَرِير; Armenian: գահ; Asturian: tronu; Azerbaijani: tron, taxt; Bashkir: тәхет; Basque: tronu; Belarusian: трон, прастол, пасад; Bulgarian: престол, трон; Burmese: ပလ္လင်; Catalan: tron; Chinese Mandarin: 寶座, 宝座, 王座, 御座, 王位, 皇位; Corsican: tronu; Czech: trůn; Danish: trone; Dutch: troon; Erzya: инезем; Esperanto: trono; Estonian: troon; Faroese: tróna; Finnish: valtaistuin; French: trône; Galician: trono; Georgian: ტახტი; German: Thron; Greek: θρόνος; Ancient Greek: θρόνος; Gujarati: સિંહાસન; Hebrew: כֵּס, כִּיסֵּא מַלְכוּת, כִּסֵּא הַכָּבוֹד; Hindi: सिंहासन, राजसिंहासन, तख़्त, तख्त; Hungarian: trón, trónus, trónszék; Icelandic: hásæti; Ido: trono; Indonesian: singgasana, takhta; Interlingua: throno; Irish: ríchathaoir, cathaoir ríoga; Italian: trono; Japanese: 王座, 玉座; Kazakh: тақ; Khmer: បល្លង្ក; Korean: 왕좌(王座), 옥좌(玉座); Kurdish Northern Kurdish: text; Kyrgyz: так; Lao: ບັນລັງ; Latin: thronus, solium; Latvian: tronis; Lithuanian: sostas; Luxembourgish: Troun; Macedonian: престол, трон; Malay: singgahsana, takhta; Maori: ahurewa, torōna; Middle English: trone; Nepali: गडी; Norwegian Bokmål: trone; Occitan: tron; Old Church Slavonic Cyrillic: прѣстолъ; Old English: cynesetl; Old Portuguese: trõo; Old Turkic: 𐰈𐰼𐰏𐰃𐰤, 𐰋𐰇𐰓; Pali: pallaṅka; Pashto: پلاز, تخت; Persian: تخت, اریکه, سریر, افرنگ, اورنگ; Plautdietsch: Troon; Polish: tron inan; Portuguese: trono, sólio; Romanian: tron, scaun; Russian: трон, престол, стол; Sanskrit: सिंहासन; Scottish Gaelic: rìgh-chathair; Serbo-Croatian Cyrillic: престо̄ље, пријесто̄ље, тро̑н; Roman: préstōlje, prijéstōlje, trȏn; Slovak: trón; Slovene: prestol; Southern Altai: ширее; Spanish: trono; Swahili: kiti cha enzi; Swedish: tron; Tajik: тахт, авранг; Tatar: тәхет; Thai: บัลลังก์; Turkish: taht; Turkmen: tagt; Ukrainian: трон, престол; Urdu: تخت; Uyghur: تەخت; Uzbek: taxt, podsholik; Vietnamese: ngai; Welsh: teyrngadair, gorsedd, teyrngadeiriau; Yiddish: טראָן