ωφελώ: Difference between revisions

No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κάνω]] καλό σε κάποιον, [[βοηθώ]], [[εξυπηρετώ]] (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ [[μηδέν]] ὠφελοῡντα μὴ πόνει [[μάτην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ωφελούμαι</i> και <i>ὠφελοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />έχω ώφελος, έχω [[συμφέρον]], [[κερδίζω]] (α. «βγήκε ωφελημένος από την όλη [[κατάσταση]]» β. «ἡ [[πόλις]] οὐκ ὠφελείται ἐν τῷ τοιῷδε», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφέλλω]] [II] «[[αυξάνω]], [[επιτείνω]], [[τιμώ]]»). Το αρκτικό μακρό [[φωνήεν]] <i>ω</i>- του ρήματος οφείλεται στην [[επίδραση]] τών συνθέτων σε -<i>ωφελής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>, <i>οικ</i>-<i>ωφελής</i>) της λ. <i>όφελος</i>].
|mltxt=ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κάνω]] καλό σε κάποιον, [[βοηθώ]], [[εξυπηρετώ]] (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ [[μηδέν]] ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ωφελούμαι</i> και <i>ὠφελοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />έχω ώφελος, έχω [[συμφέρον]], [[κερδίζω]] (α. «βγήκε ωφελημένος από την όλη [[κατάσταση]]» β. «ἡ [[πόλις]] οὐκ ὠφελείται ἐν τῷ τοιῷδε», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφέλλω]] [II] «[[αυξάνω]], [[επιτείνω]], [[τιμώ]]»). Το αρκτικό μακρό [[φωνήεν]] <i>ω</i>- του ρήματος οφείλεται στην [[επίδραση]] τών συνθέτων σε -<i>ωφελής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>, <i>οικ</i>-<i>ωφελής</i>) της λ. <i>όφελος</i>].
}}
}}