ωφελώ
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ
1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.)
2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῦμαι, -έομαι
έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε ωφελημένος από την όλη κατάσταση» β. «ἡ πόλις οὐκ ὠφελείται ἐν τῷ τοιῷδε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφελος (< ὀφέλλω [II] «αυξάνω, επιτείνω, τιμώ»). Το αρκτικό μακρό φωνήεν ω- του ρήματος οφείλεται στην επίδραση τών συνθέτων σε -ωφελής (πρβλ. κοινωφελής, οικωφελής) της λ. όφελος].