μοίρα: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. -ης)<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]]<br /><b>2.</b> [[μερίδιο]] το οποίο αντιστοιχεί στον καθένα, [[μερτικό]] («μοῑραν καὶ [[γέρας]] ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν [[ἀσκηθής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μερίδιο]] από πατρική [[κληρονομιά]] («νόμιμη [[μοίρα]]»)<br /><b>4.</b> [[σεβασμός]], [[υπόληψη]], [[εκτίμηση]]<br /><b>5.</b> το [[μερίδιο]] του καθένα στη ζωή, [[τύχη]], πεπρωμένο, [[ριζικό]], γραφτό (α. «ήταν της μοίρας μου να τον γνωρίσω» β. «ας μη μού δώσει η [[μοίρα]] μου / εις ξένην γην τον τάφον», Κάλβ.<br />γ. «ἐπὶ γὰρ τοι ἑκάστῳ μοῑραν ἔθηκαν ἀθάνατοι θνητοῑσι ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (αστρον.-μαθημ.) [[μονάδα]] μέτρησης τών γωνιών και της περιφέρειας του κύκλου που ισοδυναμεί με το 1/360 της περιφέρειας του κύκλου (α. «[[τόξο]] [[εξήντα]] μοιρών» β. «τὸ δὲ ζῷδιον ἔχει δεκανοὺς τρεῑς μοίρας [[τριάκοντα]], ἡ δὲ μοῑρα ἔχει λεπτὰ ἐξήκοντα», Δαμάσκ.)<br /><b>7.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Μοίρα</i><br />η θεά του πεπρωμένου, η Ειμαρμένη, η οποία διανέμει στον καθένα το καλό ή [[κακό]] [[μερίδιο]] της ζωής του (α. «και σαν της πήρε φθονερή το [[ταίρι]] της η Μοίρα», Παλαμ.<br />β. «τῷ δ' ὥς ποθι Μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> (και στα [[τρία]] ὅπλα: στρατό ξηράς, πολεμικό [[ναυτικό]], πολεμική [[αεροπορία]]) [[ομάδα]] πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών του ίδιου τύπου, [[συνήθως]] συγκροτημένη σε [[δύναμη]] με [[κοινή]] ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική [[αποστολή]] («[[μοίρα]] καταδιωκτικών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]»<br />i) [[είμαι]] πολύ δυστυχισμένος<br />ii) [[είμαι]] πολύ [[φτωχός]]<br />β) «καλή [[μοίρα]]» — λέγεται ως [[ευχή]] σε ανύπαντρη [[κοπέλα]] προκειμένου να κάνει καλό γάμο<br />γ) «[[είναι]] της μοίρας μου» — [[είναι]] γραφτό μου («[[είναι]] της μοίρας μου να [[κάνω]] καλό και να [[βρίσκω]] [[κακό]]»)<br />δ) «το 'χει η [[μοίρα]] μου» — αυτό [[είναι]] το πεπρωμένο μου<br />ε) «[[θέτω]] ή έχω κάποιον ή [[κάτι]] σε ίση (ή σε καλύτερη, ή σε χειρότερη) [[μοίρα]]» — [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας σε [[σύγκριση]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br />στ) «δεν ξέρει τα [[τρία]] [[κακά]] της Μοίρας του» — [[είναι]] εντελώς [[αμαθής]], έχει πλήρη [[άγνοια]]<br />ζ) «Μοίρα της αγάπης ή του πόνου ή του θανάτου» — θεά της αγάπης, του πόνου του θανάτου («κι ειπέ μου [[τότε]] η Μοίρα της Αγάπης», Ζερβ. Τραγ.)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «κοιμήσου, ακαμάτρα μου (ή κοιμήσου χαϊδεμένη μου), κι η Μοίρα σου δουλεύει» — λέγεται γενικά για τους οκνηρούς ανθρώπους και [[ιδίως]] για τις τεμπέλες κοπέλες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον Θεό) [[ουσία]], [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[δωρεά]], [[χάρισμα]]<br /><b>3.</b> στρατιωτικό [[τάγμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γιὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῡ ή διὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῡ» — για το όνομα του Θεού<br />β) «δίκαιη μοῑρα» — [[δικαιοσύνη]]<br />γ) «μοῑρα τῆς ἀτυχίας» — [[ατυχία]]<br />δ) «μοῑρα τῶν ἐπτωχῶν» — φτωχοί<br />ε) «[[δίνω]] μοῑραν»<br />i) [[μοιράζω]]<br />ii) [[περνώ]] ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «[[δίνω]] τοῦ Χριστοῦ τὴν μοῑρα» — [[κάνω]] [[ελεημοσύνη]]<br />ζ) «ἔχω μοῑρα» — [[είμαι]] [[τυχερός]]<br />η) «ἔχω μοῑραν ἐκ κάποιον» — [[ανήκω]] σε κάποιον<br />θ) «ἔχω μοῑρα εἰς (ή σὲ) κάποιον» — σχετίζομαι, [[συνδέομαι]], [[είμαι]] [[οικείος]] με κάποιον<br />1) «[[λαμβάνω]] θανατηφόρον μοῑραν» — θανατώνομαι, [[πεθαίνω]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>μοῑραν</i><br />[[κατά]] ένα [[μέρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η ορισμένη για τον άνθρωπο [[μοίρα]], ο [[θάνατος]] («[[θάνατος]] καὶ μοῑρα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] γης<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] πόλης ή [[περιφέρεια]] χώρας στην οποία κατοικεί [[κανείς]], [[τόπος]] διαμονής («ἡ γὰρ [[πόλις]] οἰκεῑται κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῑραν φυλαττομένη», Λυκούργ.)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χώρα]]<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] λαού, [[μέρος]] πληθυσμού<br /><b>5.</b> πολιτικό [[κόμμα]] («τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μοῑραν προσεθήκατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[φαγητό]]) [[μερίδα]]<br /><b>7.</b> (γενικά) [[τμήμα]], [[μέρος]]<br /><b>8.</b> [[αφορμή]] ή [[αιτία]] θανάτου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ μοῑραν» — όπως ταιριάζει, όπως [[πρέπει]]<br />β) «παρὰ μοῑραν» — όχι όπως [[πρέπει]] ή όχι όπως [[είναι]] σωστό<br />γ) «ἔχει μοῑραν» — [[είναι]] [[πρέπον]] και [[δίκαιο]], [[είναι]] [[ορθό]]<br />δ) «μοῑρα φρενῶν» — οι [[φρένες]], ο [[νους]]<br />ε) «μοῑρα ἀγαθοῡ» — το [[αγαθό]] («ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῡ μοῑρᾳ ἐκεῑνό ἐστι», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «μοῑρα πολεμίου» — η [[ιδιότητα]] του εχθρού<br />ζ) «νόστοιο μοῑρα» — ο [[νόστος]]<br />η) «παιδιᾱς μοῑρα» — η [[παιδιά]]<br />θ) «φαρμάκου μοῑρα» — [[φάρμακο]] («ἀλλ' ὡς ἐν φαρμάκου μοίρᾳ τοῦτο [[ποιητέον]] ἐστί», <b>Πλούτ.</b>)<br />ι) «προσθήκης μοῑρα» — [[προσθήκη]]<br />ια) «[[θεία]] μοῑρα» — το [[θείο]], η [[θεία]] [[πρόνοια]]<br />ιβ) «μοῑρα βιότοιο» — ο καθορισμένος [[αριθμός]] τών ετών τα οποία πρόκειται να ζήσει [[κανείς]]<br />ιγ) «θείᾳ μοίρᾳ» — [[κατά]] [[θεία]] [[πρόνοια]]<br />ιδ) «ἀγαθᾳ μοίρᾳ» — [[κατά]] καλή [[τύχη]]<br />ιε) «πρὸ μοίρας» — [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο του θανάτου<br />ιστ) «θεοῡ μοῑρα» — το πεπρωμένο<br />ιζ) «τέσσαρας μοίρας ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[αγαπητός]] σε κάποιον [[τέσσερεις]] φορές περισσότερο από έναν [[άλλο]], [[είμαι]] πολύ [[αγαπητός]] σε κάποιον<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «ἡ μοῑρα τοῦ λέοντος» — η [[μερίδα]] του λέοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μορ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μορ</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i> με [[επένθεση]] (<b>βλ.</b> [[μείρομαι]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοιράζω]], [[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιράδιος]], [[μοιράς]], [[μοιριαίος]], [[μοιρίδιος]], [[μοιρίς]], [[μοιρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοιρικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιράφιον]], [[μοιρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μοιράδι]], [[μοιράσι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μοιρογνωμόνιο]](<i>ν</i>), [[μοιρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραγέτης]], [[μοιρηγενής]], [[μοιροθεσία]], [[μοιρόκραντος]], [[μοιρολόγχος]], [[μοιρονόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοιρογραφία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιράρχης]], [[μοιρογράφος]], [[μοιρογράφω]], [[μοιροειμαρμένη]], [[μοιροφόρητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μοιρολόγι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοίραρχος]], [[μοιροκλώθω]], [[μοιρολάτρης]], [[μοιρονομία]], [[μοιρονόμιο]], [[μοιροχάρτι]]. (Β' συνθετικό) [[αμεμψίμοιρος]], [[άμοιρος]], [[δύσμοιρος]], [[ισόμοιρος]], [[κακόμοιρος]], [[μεμψίμοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίμοιρος]], <i>απόμοιρος</i>, <i>αυτόμοιρος</i>, [[δίμοιρος]], [[διπλασιεπιδίμοιρος]], [[δυωδεκάμοιρος]], [[έμμοιρος]], <i>εξηκοντάμοιρος</i>, [[επίμοιρος]], [[εύμοιρος]], <i>ηπιόμοιρος</i>, [[θεόμοιρος]], <i>καρίμοιρος</i>, [[μονόμοιρος]], [[ολβιόμοιρος]], [[πρόμοιρος]], [[ταχύμοιρος]], [[τετράμοιρος]], [[τρίμοιρος]], [[υπομεμψίμοιρος]], <i>ωκυμο</i>(<i>ι</i>)<i>ρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαριόμοιρος]], [[κακόμοιρος]], [[καλόμοιρος]], <i>μισοκακόμοιρος</i>, [[ψωροκακόμοιρος]]].
|mltxt=η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. -ης)<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]]<br /><b>2.</b> [[μερίδιο]] το οποίο αντιστοιχεί στον καθένα, [[μερτικό]] («μοῑραν καὶ [[γέρας]] ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν [[ἀσκηθής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μερίδιο]] από πατρική [[κληρονομιά]] («νόμιμη [[μοίρα]]»)<br /><b>4.</b> [[σεβασμός]], [[υπόληψη]], [[εκτίμηση]]<br /><b>5.</b> το [[μερίδιο]] του καθένα στη ζωή, [[τύχη]], πεπρωμένο, [[ριζικό]], γραφτό (α. «ήταν της μοίρας μου να τον γνωρίσω» β. «ας μη μού δώσει η [[μοίρα]] μου / εις ξένην γην τον τάφον», Κάλβ.<br />γ. «ἐπὶ γὰρ τοι ἑκάστῳ μοῑραν ἔθηκαν ἀθάνατοι θνητοῑσι ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (αστρον.-μαθημ.) [[μονάδα]] μέτρησης τών γωνιών και της περιφέρειας του κύκλου που ισοδυναμεί με το 1/360 της περιφέρειας του κύκλου (α. «[[τόξο]] [[εξήντα]] μοιρών» β. «τὸ δὲ ζῷδιον ἔχει δεκανοὺς τρεῑς μοίρας [[τριάκοντα]], ἡ δὲ μοῑρα ἔχει λεπτὰ ἐξήκοντα», Δαμάσκ.)<br /><b>7.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Μοίρα</i><br />η θεά του πεπρωμένου, η Ειμαρμένη, η οποία διανέμει στον καθένα το καλό ή [[κακό]] [[μερίδιο]] της ζωής του (α. «και σαν της πήρε φθονερή το [[ταίρι]] της η Μοίρα», Παλαμ.<br />β. «τῷ δ' ὥς ποθι Μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> (και στα [[τρία]] ὅπλα: στρατό ξηράς, πολεμικό [[ναυτικό]], πολεμική [[αεροπορία]]) [[ομάδα]] πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών του ίδιου τύπου, [[συνήθως]] συγκροτημένη σε [[δύναμη]] με [[κοινή]] ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική [[αποστολή]] («[[μοίρα]] καταδιωκτικών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]»<br />i) [[είμαι]] πολύ δυστυχισμένος<br />ii) [[είμαι]] πολύ [[φτωχός]]<br />β) «καλή [[μοίρα]]» — λέγεται ως [[ευχή]] σε ανύπαντρη [[κοπέλα]] προκειμένου να κάνει καλό γάμο<br />γ) «[[είναι]] της μοίρας μου» — [[είναι]] γραφτό μου («[[είναι]] της μοίρας μου να [[κάνω]] καλό και να [[βρίσκω]] [[κακό]]»)<br />δ) «το 'χει η [[μοίρα]] μου» — αυτό [[είναι]] το πεπρωμένο μου<br />ε) «[[θέτω]] ή έχω κάποιον ή [[κάτι]] σε ίση (ή σε καλύτερη, ή σε χειρότερη) [[μοίρα]]» — [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας σε [[σύγκριση]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br />στ) «δεν ξέρει τα [[τρία]] [[κακά]] της Μοίρας του» — [[είναι]] εντελώς [[αμαθής]], έχει πλήρη [[άγνοια]]<br />ζ) «Μοίρα της αγάπης ή του πόνου ή του θανάτου» — θεά της αγάπης, του πόνου του θανάτου («κι ειπέ μου [[τότε]] η Μοίρα της Αγάπης», Ζερβ. Τραγ.)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «κοιμήσου, ακαμάτρα μου (ή κοιμήσου χαϊδεμένη μου), κι η Μοίρα σου δουλεύει» — λέγεται γενικά για τους οκνηρούς ανθρώπους και [[ιδίως]] για τις τεμπέλες κοπέλες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον Θεό) [[ουσία]], [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[δωρεά]], [[χάρισμα]]<br /><b>3.</b> στρατιωτικό [[τάγμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γιὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῡ ή διὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῡ» — για το όνομα του Θεού<br />β) «δίκαιη μοῑρα» — [[δικαιοσύνη]]<br />γ) «μοῑρα τῆς ἀτυχίας» — [[ατυχία]]<br />δ) «μοῑρα τῶν ἐπτωχῶν» — φτωχοί<br />ε) «[[δίνω]] μοῑραν»<br />i) [[μοιράζω]]<br />ii) [[περνώ]] ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «[[δίνω]] τοῦ Χριστοῦ τὴν μοῑρα» — [[κάνω]] [[ελεημοσύνη]]<br />ζ) «ἔχω μοῑρα» — [[είμαι]] [[τυχερός]]<br />η) «ἔχω μοῑραν ἐκ κάποιον» — [[ανήκω]] σε κάποιον<br />θ) «ἔχω μοῑρα εἰς (ή σὲ) κάποιον» — σχετίζομαι, [[συνδέομαι]], [[είμαι]] [[οικείος]] με κάποιον<br />1) «[[λαμβάνω]] θανατηφόρον μοῑραν» — θανατώνομαι, [[πεθαίνω]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>μοῑραν</i><br />[[κατά]] ένα [[μέρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η ορισμένη για τον άνθρωπο [[μοίρα]], ο [[θάνατος]] («[[θάνατος]] καὶ μοῑρα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] γης<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] πόλης ή [[περιφέρεια]] χώρας στην οποία κατοικεί [[κανείς]], [[τόπος]] διαμονής («ἡ γὰρ [[πόλις]] οἰκεῑται κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῑραν φυλαττομένη», Λυκούργ.)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χώρα]]<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] λαού, [[μέρος]] πληθυσμού<br /><b>5.</b> πολιτικό [[κόμμα]] («τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μοῑραν προσεθήκατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[φαγητό]]) [[μερίδα]]<br /><b>7.</b> (γενικά) [[τμήμα]], [[μέρος]]<br /><b>8.</b> [[αφορμή]] ή [[αιτία]] θανάτου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ μοῑραν» — όπως ταιριάζει, όπως [[πρέπει]]<br />β) «παρὰ μοῑραν» — όχι όπως [[πρέπει]] ή όχι όπως [[είναι]] σωστό<br />γ) «ἔχει μοῑραν» — [[είναι]] [[πρέπον]] και [[δίκαιο]], [[είναι]] [[ορθό]]<br />δ) «μοῑρα φρενῶν» — οι [[φρένες]], ο [[νους]]<br />ε) «μοῑρα ἀγαθοῡ» — το [[αγαθό]] («ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῡ μοῑρᾳ ἐκεῖνό ἐστι», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «μοῑρα πολεμίου» — η [[ιδιότητα]] του εχθρού<br />ζ) «νόστοιο μοῑρα» — ο [[νόστος]]<br />η) «παιδιᾱς μοῑρα» — η [[παιδιά]]<br />θ) «φαρμάκου μοῑρα» — [[φάρμακο]] («ἀλλ' ὡς ἐν φαρμάκου μοίρᾳ τοῦτο [[ποιητέον]] ἐστί», <b>Πλούτ.</b>)<br />ι) «προσθήκης μοῑρα» — [[προσθήκη]]<br />ια) «[[θεία]] μοῑρα» — το [[θείο]], η [[θεία]] [[πρόνοια]]<br />ιβ) «μοῑρα βιότοιο» — ο καθορισμένος [[αριθμός]] τών ετών τα οποία πρόκειται να ζήσει [[κανείς]]<br />ιγ) «θείᾳ μοίρᾳ» — [[κατά]] [[θεία]] [[πρόνοια]]<br />ιδ) «ἀγαθᾳ μοίρᾳ» — [[κατά]] καλή [[τύχη]]<br />ιε) «πρὸ μοίρας» — [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο του θανάτου<br />ιστ) «θεοῡ μοῑρα» — το πεπρωμένο<br />ιζ) «τέσσαρας μοίρας ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[αγαπητός]] σε κάποιον [[τέσσερεις]] φορές περισσότερο από έναν [[άλλο]], [[είμαι]] πολύ [[αγαπητός]] σε κάποιον<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «ἡ μοῑρα τοῦ λέοντος» — η [[μερίδα]] του λέοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μορ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μορ</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i> με [[επένθεση]] (<b>βλ.</b> [[μείρομαι]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοιράζω]], [[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιράδιος]], [[μοιράς]], [[μοιριαίος]], [[μοιρίδιος]], [[μοιρίς]], [[μοιρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοιρικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιράφιον]], [[μοιρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μοιράδι]], [[μοιράσι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μοιρογνωμόνιο]](<i>ν</i>), [[μοιρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραγέτης]], [[μοιρηγενής]], [[μοιροθεσία]], [[μοιρόκραντος]], [[μοιρολόγχος]], [[μοιρονόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοιρογραφία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιράρχης]], [[μοιρογράφος]], [[μοιρογράφω]], [[μοιροειμαρμένη]], [[μοιροφόρητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μοιρολόγι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοίραρχος]], [[μοιροκλώθω]], [[μοιρολάτρης]], [[μοιρονομία]], [[μοιρονόμιο]], [[μοιροχάρτι]]. (Β' συνθετικό) [[αμεμψίμοιρος]], [[άμοιρος]], [[δύσμοιρος]], [[ισόμοιρος]], [[κακόμοιρος]], [[μεμψίμοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίμοιρος]], <i>απόμοιρος</i>, <i>αυτόμοιρος</i>, [[δίμοιρος]], [[διπλασιεπιδίμοιρος]], [[δυωδεκάμοιρος]], [[έμμοιρος]], <i>εξηκοντάμοιρος</i>, [[επίμοιρος]], [[εύμοιρος]], <i>ηπιόμοιρος</i>, [[θεόμοιρος]], <i>καρίμοιρος</i>, [[μονόμοιρος]], [[ολβιόμοιρος]], [[πρόμοιρος]], [[ταχύμοιρος]], [[τετράμοιρος]], [[τρίμοιρος]], [[υπομεμψίμοιρος]], <i>ωκυμο</i>(<i>ι</i>)<i>ρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαριόμοιρος]], [[κακόμοιρος]], [[καλόμοιρος]], <i>μισοκακόμοιρος</i>, [[ψωροκακόμοιρος]]].
}}
}}