μοίρα

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. -ης)
1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο, κομμάτι
2. μερίδιο το οποίο αντιστοιχεί στον καθένα, μερτικό («μοῑραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν ἀσκηθής», Ομ. Οδ.)
3. μερίδιο από πατρική κληρονομιά («νόμιμη μοίρα»)
4. σεβασμός, υπόληψη, εκτίμηση
5. το μερίδιο του καθένα στη ζωή, τύχη, πεπρωμένο, ριζικό, γραφτό (α. «ήταν της μοίρας μου να τον γνωρίσω» β. «ας μη μού δώσει η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον», Κάλβ.
γ. «ἐπὶ γὰρ τοι ἑκάστῳ μοῑραν ἔθηκαν ἀθάνατοι θνητοῖσι ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν», Ομ. Οδ.)
6. (αστρον.-μαθημ.) μονάδα μέτρησης τών γωνιών και της περιφέρειας του κύκλου που ισοδυναμεί με το 1/360 της περιφέρειας του κύκλου (α. «τόξο εξήντα μοιρών» β. «τὸ δὲ ζῷδιον ἔχει δεκανοὺς τρεῖς μοίρας τριάκοντα, ἡ δὲ μοῑρα ἔχει λεπτὰ ἐξήκοντα», Δαμάσκ.)
7. τμήμα στρατού
8. ως κύριο όν. η Μοίρα
η θεά του πεπρωμένου, η Ειμαρμένη, η οποία διανέμει στον καθένα το καλό ή κακό μερίδιο της ζωής του (α. «και σαν της πήρε φθονερή το ταίρι της η Μοίρα», Παλαμ.
β. «τῷ δ' ὥς ποθι Μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. στρ. (και στα τρία ὅπλα: στρατό ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία) ομάδα πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών του ίδιου τύπου, συνήθως συγκροτημένη σε δύναμη με κοινή ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική αποστολήμοίρα καταδιωκτικών»)
2. φρ. α) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα»
i) είμαι πολύ δυστυχισμένος
ii) είμαι πολύ φτωχός
β) «καλή μοίρα» — λέγεται ως ευχή σε ανύπαντρη κοπέλα προκειμένου να κάνει καλό γάμο
γ) «είναι της μοίρας μου» — είναι γραφτό μου («είναι της μοίρας μου να κάνω καλό και να βρίσκω κακό»)
δ) «το 'χει η μοίρα μου» — αυτό είναι το πεπρωμένο μου
ε) «θέτω ή έχω κάποιον ή κάτι σε ίση (ή σε καλύτερη, ή σε χειρότερη) μοίρα» — θεωρώ κάποιον ή κάτι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας σε σύγκριση με κάποιον ή κάτι άλλο
στ) «δεν ξέρει τα τρία κακά της Μοίρας του» — είναι εντελώς αμαθής, έχει πλήρη άγνοια
ζ) «Μοίρα της αγάπης ή του πόνου ή του θανάτου» — θεά της αγάπης, του πόνου του θανάτου («κι ειπέ μου τότε η Μοίρα της Αγάπης», Ζερβ. Τραγ.)
2. παροιμ. α) «κοιμήσου, ακαμάτρα μου (ή κοιμήσου χαϊδεμένη μου), κι η Μοίρα σου δουλεύει» — λέγεται γενικά για τους οκνηρούς ανθρώπους και ιδίως για τις τεμπέλες κοπέλες
μσν.
1. (για τον Θεό) ουσία, υπόσταση
2. δωρεά, χάρισμα
3. στρατιωτικό τάγμα
4. φρ. α) «γιὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῦ ή διὰ τὴν μοῑραν τοῦ Θεοῦ» — για το όνομα του Θεού
β) «δίκαιη μοῑρα» — δικαιοσύνη
γ) «μοῑρα τῆς ἀτυχίας» — ατυχία
δ) «μοῑρα τῶν ἐπτωχῶν» — φτωχοί
ε) «δίνω μοῑραν»
i) μοιράζω
ii) περνώ ένα χρονικό διάστημα
στ) «δίνω τοῦ Χριστοῦ τὴν μοῑρα» — κάνω ελεημοσύνη
ζ) «ἔχω μοῑρα» — είμαι τυχερός
η) «ἔχω μοῑραν ἐκ κάποιον» — ανήκω σε κάποιον
θ) «ἔχω μοῑρα εἰς (ή σὲ) κάποιον» — σχετίζομαι, συνδέομαι, είμαι οικείος με κάποιον
1) «λαμβάνω θανατηφόρον μοῑραν» — θανατώνομαι, πεθαίνω
5. (η αιτ. ως επίρρ.) μοῑραν
κατά ένα μέρος
μσν.-αρχ.
η ορισμένη για τον άνθρωπο μοίρα, ο θάνατοςθάνατος καὶ μοῑρα», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. τμήμα γης
2. περιοχή πόλης ή περιφέρεια χώρας στην οποία κατοικεί κανείς, τόπος διαμονής («ἡ γὰρ πόλις οἰκεῖται κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῑραν φυλαττομένη», Λυκούργ.)
3. (κατ' επέκτ.) χώρα
4. τμήμα λαού, μέρος πληθυσμού
5. πολιτικό κόμμα («τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μοῑραν προσεθήκατο», Ηρόδ.)
6. (για φαγητό) μερίδα
7. (γενικά) τμήμα, μέρος
8. αφορμή ή αιτία θανάτου
9. φρ. α) «κατὰ μοῑραν» — όπως ταιριάζει, όπως πρέπει
β) «παρὰ μοῑραν» — όχι όπως πρέπει ή όχι όπως είναι σωστό
γ) «ἔχει μοῑραν» — είναι πρέπον και δίκαιο, είναι ορθό
δ) «μοῑρα φρενῶν» — οι φρένες, ο νους
ε) «μοῑρα ἀγαθοῦ» — το αγαθό («ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοῑρᾳ ἐκεῖνό ἐστι», Πλάτ.)
στ) «μοῑρα πολεμίου» — η ιδιότητα του εχθρού
ζ) «νόστοιο μοῑρα» — ο νόστος
η) «παιδιᾱς μοῑρα» — η παιδιά
θ) «φαρμάκου μοῑρα» — φάρμακο («ἀλλ' ὡς ἐν φαρμάκου μοίρᾳ τοῦτο ποιητέον ἐστί», Πλούτ.)
ι) «προσθήκης μοῑρα» — προσθήκη
ια) «θεία μοῑρα» — το θείο, η θεία πρόνοια
ιβ) «μοῑρα βιότοιο» — ο καθορισμένος αριθμός τών ετών τα οποία πρόκειται να ζήσει κανείς
ιγ) «θείᾳ μοίρᾳ» — κατά θεία πρόνοια
ιδ) «ἀγαθᾳ μοίρᾳ» — κατά καλή τύχη
ιε) «πρὸ μοίρας» — πριν από τον καθορισμένο χρόνο του θανάτου
ιστ) «θεοῦ μοῑρα» — το πεπρωμένο
ιζ) «τέσσαρας μοίρας ἔχω τινί» — είμαι αγαπητός σε κάποιον τέσσερεις φορές περισσότερο από έναν άλλο, είμαι πολύ αγαπητός σε κάποιον
10. παροιμ. «ἡ μοῖρα τοῦ λέοντος» — η μερίδα του λέοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορ- < θ. μορ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μερ- του μείρομαι) + επίθημα -ja με επένθεση (βλ. μείρομαι)].
ΠΑΡ. μοιράζω, μοιραίος
αρχ.
μοιράδιος, μοιράς, μοιριαίος, μοιρίδιος, μοιρίς, μοιρώ
αρχ.-μσν.
μοιρικός
μσν.
μοιράφιον, μοιρίζω
μσν.- νεοελλ.
μοιράδι, μοιράσι
νεοελλ.
μοιραίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μοιρογνωμόνιο(ν), μοιρολόγος
αρχ.
μοιραγέτης, μοιρηγενής, μοιροθεσία, μοιρόκραντος, μοιρολόγχος, μοιρονόμος
αρχ.-μσν.
μοιρογραφία
μσν.
μοιράρχης, μοιρογράφος, μοιρογράφω, μοιροειμαρμένη, μοιροφόρητος
μσν.- νεοελλ.
μοιρολόγι(ον)
νεοελλ.
μοίραρχος, μοιροκλώθω, μοιρολάτρης, μοιρονομία, μοιρονόμιο, μοιροχάρτι. (Β' συνθετικό) αμεμψίμοιρος, άμοιρος, δύσμοιρος, ισόμοιρος, κακόμοιρος, μεμψίμοιρος
αρχ.
αντίμοιρος, απόμοιρος, αυτόμοιρος, δίμοιρος, διπλασιεπιδίμοιρος, δυωδεκάμοιρος, έμμοιρος, εξηκοντάμοιρος, επίμοιρος, εύμοιρος, ηπιόμοιρος, θεόμοιρος, καρίμοιρος, μονόμοιρος, ολβιόμοιρος, πρόμοιρος, ταχύμοιρος, τετράμοιρος, τρίμοιρος, υπομεμψίμοιρος, ωκυμο(ι)ρος
νεοελλ.
βαριόμοιρος, κακόμοιρος, καλόμοιρος, μισοκακόμοιρος, ψωροκακόμοιρος].