στέφω: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[στέπτω]] Α<br />[[περιβάλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[στέφανο]], [[στεφανώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] το [[στέμμα]] στην [[κεφαλή]] ηγεμόνα που [[μόλις]] ανήλθε στον θρόνο, [[τελώ]] την επίσημη [[τελετή]] της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε [[αυτοκράτορας]] το 1804»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το γαμήλιο [[στέφανο]] στο [[κεφάλι]] κάποιου [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου («στέφεται ο [[δούλος]] του θεού»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) <i>οι εστεμμένοι</i><br />οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου<br /><b>μσν.</b><br />(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι [[νικητής]] στον αγώνα [[εναντίον]] του κακού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στέφομαι</i><br />(για νικητή σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως έπαθλο («στεφθείς [[παγκράτιον]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]] («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῑα θεάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άρχοντα) [[απονέμω]] [[αξίωμα]] με [[στέψη]] της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῑνα», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[στεφανώνω]] [[ποτήρι]] ή [[φιάλη]] με φύλλα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στέφουσα</i><br />[[ονομασία]] αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. του ρ. [[στέφω]] «[[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]]» (από όπου προήλθε η σημ. «[[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]]») θα επέτρεπε πιθ. την [[αναγωγή]] του στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>stabhn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[στερεώνω]], [[συγκρατώ]], [[στηρίζω]]»). Το ρ. [[στέφω]] εμφανίζει σημασιολογική [[διαφορά]] σε [[σχέση]] με τη [[ρίζα]], η οποία μπορεί να παραβληθεί με την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πύκα]] «συμπαγώς, [[στερεά]]», [[πυκάζω]] «[[περιβάλλω]], [[ασφαλίζω]]»), Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με έρρινο [[ένθημα]] <i>stem</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: <i>στέμδώ</i> «[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]]», [[ἀστεμφής]] «[[αμετακίνητος]], [[άκαμπτος]]», [[στόμφος]] (πρβλί και αρχ. ινδ. <i>stambha</i>- «[[στήριγμα]], [[στύλος]]», λιθουαν. <i>stambas</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]»)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[στέπτω]] Α<br />[[περιβάλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[στέφανο]], [[στεφανώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] το [[στέμμα]] στην [[κεφαλή]] ηγεμόνα που [[μόλις]] ανήλθε στον θρόνο, [[τελώ]] την επίσημη [[τελετή]] της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε [[αυτοκράτορας]] το 1804»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το γαμήλιο [[στέφανο]] στο [[κεφάλι]] κάποιου [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου («στέφεται ο [[δούλος]] του θεού»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) <i>οι εστεμμένοι</i><br />οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου<br /><b>μσν.</b><br />(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι [[νικητής]] στον αγώνα [[εναντίον]] του κακού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στέφομαι</i><br />(για νικητή σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως έπαθλο («στεφθείς [[παγκράτιον]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]] («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῑα θεάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άρχοντα) [[απονέμω]] [[αξίωμα]] με [[στέψη]] της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῖνα», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[στεφανώνω]] [[ποτήρι]] ή [[φιάλη]] με φύλλα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στέφουσα</i><br />[[ονομασία]] αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. του ρ. [[στέφω]] «[[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]]» (από όπου προήλθε η σημ. «[[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]]») θα επέτρεπε πιθ. την [[αναγωγή]] του στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>stabhn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[στερεώνω]], [[συγκρατώ]], [[στηρίζω]]»). Το ρ. [[στέφω]] εμφανίζει σημασιολογική [[διαφορά]] σε [[σχέση]] με τη [[ρίζα]], η οποία μπορεί να παραβληθεί με την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πύκα]] «συμπαγώς, [[στερεά]]», [[πυκάζω]] «[[περιβάλλω]], [[ασφαλίζω]]»), Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με έρρινο [[ένθημα]] <i>stem</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: <i>στέμδώ</i> «[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]]», [[ἀστεμφής]] «[[αμετακίνητος]], [[άκαμπτος]]», [[στόμφος]] (πρβλί και αρχ. ινδ. <i>stambha</i>- «[[στήριγμα]], [[στύλος]]», λιθουαν. <i>stambas</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]»)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm