ριγεσίβιος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(36)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ον, Α<br />[[ευαίσθητος]] («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῡν δυσρίγους», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ῥίγεσι</i> του [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=ον, Α<br />[[ευαίσθητος]] («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ῥίγεσι</i> του [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>βιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

ον, Α
ευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι του ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσί-βιος)].