δυσφορέω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφορέω Medium diacritics: δυσφορέω Low diacritics: δυσφορέω Capitals: ΔΥΣΦΟΡΕΩ
Transliteration A: dysphoréō Transliteration B: dysphoreō Transliteration C: dysforeo Beta Code: dusfore/w

English (LSJ)

impf. ἐδυσφόρουν Hp.Epid.3.1.γ, X.Cyr.2.2.8:—to be impatient, be angry, be vexed, Hdt.5.19, A.Supp.513, S.El.255, Pherecr. 22 D., Ar.Th.73, Men 543.7, etc.; κακοῖς E.Andr.1234; ἐπί τινι A. Th.780 (lyr.), J.AJ1.10.4, Hdn.3.9.7; περὶ τὰς ἀναστάσιας to feel ill on getting up, Hp. l. c.; διά τι D.S.4.61:—Med., X.Cyr.2.2.8, Procop.Arc.10, 12:—Pass., S.Ichn.329, v.l. in X.Cyr.2.2.5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. no contr. pres. ind. δυσφορέουσι Hp.Gland.12, part. δυσφορέων Hdt.5.19]
I 1sentirse mal, sufrir en sent. moral, c. ἐπί y dat. ἐπ' ἄλγει A.Th.780, ἐπὶ γυναικὶ μὴ κυούσῃ I.AI 1.186, ἐπὶ τῷ γεγενημένῳ I.AI 6.2, cf. Hdn.3.9.7, c. dat. τοῖς παρεστῶσιν κακοῖς E.Andr.1234, τῇ ἀπουσίᾳ Arist.Top.118a25, πενίᾳ Plu.2.467e, c. otras constr. γυναικὸς ἀποθανούσης δυσφορεῖ Pherecr.286, οὕτω καὶ ἄμετρα δυσφορεῖς Hld.6.9.3, cf. Hieronym.Phil.15a, Plu.Thes.26, Hierocl.Facet.16, Aesop.190.1
sent. fís. περὶ τὰς ἀναστάσιας Hp.Epid.3.1.3, ὑπὸ τοῦ σάλου Paeo 2, ὀλεθρίως Gal.9.617, cf. 4.420.
2 perder la paciencia, inquietarse, indignarse B.Fr.66.3 (= Lyr.Adesp.6.3), Hdt.5.19, S.El.255, X.Cyr.2.2.8, Men.Fr.862.7, Luc.Nigr.22, A.Andr.Gr.50.19, c. dat. δυσφορεῖν φόβῳ φρενός A.Supp.513, λύπῃ E.Rh.425, c. ac. int. τί δυσφορεῖς Ar.Th.73, cf. Ra.922, c. rég. prep. διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης D.S.4.61, διὰ τὴν ... φυγήν Plu.2.216f, c. or. causal ὅτι μὴ ἔφορος ἐγένετο D.L.1.68
en v. med.-pas. mismo sent. ἐμοί S.Fr.314.337, ἐδυσφορεῖτο ὅτι δὴ οὐχ ἑκοῦσα τἀνδρὸς ἡσσηθείη Procop.Arc.10.18.
II tr. soportar mal, no aguantar οἱ προειρημένοι ῥόοι δυσφορέουσι τὸ πλῆθος Hp.Gland.12.

German (Pape)

[Seite 690] schwer, ungern ertragen; Soph. El. 243; Eur. Rhes. 425; Her. 5, 19; unwillig sein, Ar. Th. 73; ἐπί τινι, Aesch. Spt. 762; κακοῖς, Eur. Andr. 1235; auch in Prosa, Xen. Cyr. 2, 2, 8; ibd. 5 stand sonst das med. δυσφορούμενος, jetzt δυσθετούμενος; – περί τι, Arist. gener. an. 4, 6 u. bes. Sp.; καὶ ἤχθετο Hdn. 5, 8, 1; διά τι, D. Sic. 4, 61; c. partic., Plut. Alc. et Cor. 5; – sich übel befinden, Plut. Thes. 20 Mar. 36.

French (Bailly abrégé)

δυσφορῶ :
1 tr. supporter avec peine, acc.;
2 intr. se fâcher, s'irriter, s'impatienter, mal supporter son sort.
Étymologie: δύσφορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφορέω [δύσφορος] boos zijn, geërgerd, geïrriteerd zijn, het moeilijk hebben, gekweld doen; met dat., met ἐπί + dat. om, door, vanwege:; τοῖς παρεστῶσιν κακοῖς … μηδέν τι λίαν δυσφορεῖν de ellende die zich nu voorgedaan heeft niet al te slecht verdragen Eur. Andr. 1234; ook met dat. instr.:; εἰ δοκῶ πολλοῖσι θρήνοις δυσφορεῖν ὑμῖν ἄγαν als jullie vinden dat ik al te gekweld doe met mijn vele weeklachten Soph. El. 255; abs.:; τί στένεις; τί δυσφορεῖς; wat kreun je? wat doe je moeilijk? Aristoph. Th. 73; geneesk. zich onwel voelen.

Russian (Dvoretsky)

δυσφορέω:
1 тяжело переносить, тяготиться, мучиться, страдать (τι Isocr., τινι, ἐπί τινι и περί τι Arst.);
2 быть раздраженным (τινι Eur., ἐπί τινι Aesch. и διά τι Diod.): ταῦτα, ὡς ἀναγκαῖα, συνεχώρουν, καίπερ δυσφοροῦντες Plut. они, хотя и с возмущением, покорились этой необходимости.

Greek Monotonic

δυσφορέω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἐδυσφόρουν (δύσφοροςυποφέρω με πόνο, φέρω βαρέως, Λατ. aegre ferre·αμτβ., είμαι ανυπόμονος, οργισμένος, δυσαρεστημένος, σε Ηρόδ., Σοφ.· τινί, για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἐπί τινι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφορέω: παρατ. ἐδυσφόρουν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 8· ― ὑποφέρω μετὰ πόνου καὶ δυσκολίας, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, τὴν μεταβολὴν Ἰσοκρ. Ἐπ. 10. 3. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., εἶμαι ἀνυπόμονος, δυσαρεστοῦμαι, Ἡρόδ. 5. 19, Σοφ. Ἠλ. 255, κτλ.· διά τι, πρᾶγμα, τινι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 513, Εὐρ. Ἀνδρ. 1234· ἐπὶ τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 780· περί τι Ἱππ. 1066D· διά τι Διόδ. 4. 61. ― Πρβλ. δυσχεραίνω.

Middle Liddell

δυσφορέω,
to bear with pain, bear ill, Lat. aegre ferre: intr. to be impatient, angry, vexed, Hdt., Soph.; τινι at a thing, Aesch., Eur.; ἐπί τινι Aesch.