παιδούς: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
(30)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῡν και [[παιδόεις]], -όεσσα, -όεν (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοῡσα</i><br />η [[έγκυος]] [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>].
|mltxt=παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῦν
και [[παιδόεις]], -όεσσα, -όεν (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοῡσα</i><br />η [[έγκυος]] [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>].
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῦν

και παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα
η έγκυος γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].