ρηξίφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(36)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένο φλοιό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ῥηξίφλοια<br />ῥήξαντα τὸν φλοῡν, [[οἷον]] κάρυα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ρήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένο φλοιό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ῥηξίφλοια<br />ῥήξαντα τὸν φλοῦν
, [[οἷον]] κάρυα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ρήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει σπασμένο φλοιό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ῥηξίφλοια
ῥήξαντα τὸν φλοῦν , οἷον κάρυα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + φλοιός.