ὑπερχέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῑται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς ταῡτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῡντες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῑται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς ταῡτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν
τες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερχέω:''' разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.
|elrutext='''ὑπερχέω:''' разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.
}}
}}