ὑπερχέω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
cause to overflow, τὸ ὕδωρ (accus.) Aesop. in Glossaria vol. iii p.43:—Pass., overflow, overrun, of liquids, Arist.Pr.876a18, Mir. 837b9; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16; of the air, Hp.Aph.7.51; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές Arist.Mete.367a19; flow over, τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.Fr.5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. Pr.61.
German (Pape)
[Seite 1204] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται ποταμός Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερχεῶ, ao. ὑπερέχεα;
Pass. ao. ὑπερεχύθην, pf. ὑπερκέχυμαι;
répandre par-dessus ; Pass. couler par-dessus bord, déborder et se répandre.
Étymologie: ὑπέρ, χέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερχέω: разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχέω: μέλλ. -εῶ, χύνω ὑπεράνω, Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι ὑπεράνω, ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - μετὰ γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.
Greek Monolingual
ΜΑ χέω
1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)
2. (το παθ.) ὑπερχέομαι
α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῖται ὁ ποταμός», Πλούτ.
β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)
β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.
β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν
τες ἀλλήλους», Πλούτ.).