ψῆφος: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾱλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾶλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm