συνεπιστρέφω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ"
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[επίσης]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[καθιστώ]] προσεκτικό («συνοικειοῦνκαὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πνεῦμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> στρέφομαι ταυτόχρονα [[προς]] ένα [[σημείο]] («κεραῖαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐπιστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[επίσης]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[καθιστώ]] προσεκτικό («συνοικειοῦν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πνεῦμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> στρέφομαι ταυτόχρονα [[προς]] ένα [[σημείο]] («κεραῖαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm