συνεπιστρέφω
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
A turn at the same time, τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν Pl.R. 617c:—Pass., -ομένου τοῦ ἄξονος Heliod. ap. Orib.49.9.27; of one being massaged, Gal.6.177.
2 help to make attentive, Plu.Num.14; πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν turn towards them also, Id.2.542c, etc.
II twist together like strands, Pl.Ti.84d:—Pass., πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν to be intertwined in their characters with a view to... Plu. Comp.Lyc.Num.4.
III intr., turn jointly towards, πρὸς ἀλλήλας Id.Num.13.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 aider à tourner vers soi, càd à rendre attentif ; fig. attirer vers soi l'attention de, acc.;
2 Pass. se tourner ou s'appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;
II. intr. se tourner ou se retourner ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπιστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιστρέφω met acc. tegelijk doen ronddraaien; Plat. Resp. 617c; in elkaar draaien. Plat. Tim. 84d. overdr. helpen aandachtig te maken; Plut. Num. 14.5; naar elkaar toebuigen, met acc. en πρός + acc..; Plut. Num. 13.5; pass.. τοῖς ἤθεσιν qua karakter dicht bij elkaar worden gebracht Plut. Num. 26.5. intrans. samen naar binnen draaien:. σ. πρὸς ἀλλήλας naar elkaar toe draaien Plut. Num. 13.9.
German (Pape)
mit od. zugleich hinkehren, umkehren; τὴν Κλωθὼ συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, Plat. Rep. X.617c; Tim. 84d; übertragen, mit aufmerksam machen, Plut. Num. 14. – Auch intr., sich mit umkehren, Plut. Num. 13 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
συνεπιστρέφω:
1 одновременно поворачивать, вращать (τὴν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.): πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. всеми помыслами устремляться к одной цели;
2 поворачиваться: γραμμαὶ συνεπιστρέφουσαι πρὸς ἀλλήλας Plut. соединяющиеся друг с другом линии;
3 обращать внимание, привлекать (τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτόν Plut.): ἡ φωνὴ συνεπιστρέφουσα Plut. возглас, призывающий к вниманию.
Greek Monolingual
Α ἐπιστρέφω
1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.)
2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῦν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
3. συστρέφω, περιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ πνεῦμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», Πλάτ.)
4. στρέφομαι ταυτόχρονα προς ένα σημείο («κεραῖαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συνεπιστρέφω: μέλ. -ψω,
1. στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω μαζί, σε Πλάτ.
2. καθιστώ κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω ὁμοῦ, Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ στρέφω πρός τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν τέλος ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι ὁμοῦ πρός τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to turn at the same time, Plat.
2. to help to make attentive, Plut.