άπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλουτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] πλούτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄπλουτος]] πλοῡτος» — [[ανώφελος]], [[κακός]] (<b>πρβλ.</b> «άδωρα δώρα).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλουτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] πλούτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄπλουτος]] πλοῦτος» — [[ανώφελος]], [[κακός]] (<b>πρβλ.</b> «άδωρα δώρα).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)
ο χωρίς πλούτο
αρχ.
φρ. «ἄπλουτος πλοῦτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).