νεβρούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(26)
 
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νεβροῡμαι, -όομαι (Α) [[νεβρός]]<br />μεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῑσαν», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=νεβροῦμαι, -όομαι (Α) [[νεβρός]]<br />μεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῖσαν», <b>Νόνν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

νεβροῦμαι, -όομαι (Α) νεβρός
μεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῖσαν», Νόνν.).